Νέα έρευνα, δείχνει ότι ο βαθύς ύπνος, επίσης γνωστός ως ύπνος βραδέων κυμάτων μη-REM, θα μπορούσε να βοηθήσει στην προστασία από την απώλεια μνήμης σε ηλικιωμένους ενήλικες με υψηλό φορτίο της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο βαθύς ύπνος, δρα ως «γνωστικός εφεδρικός παράγοντας» που αυξάνει την ανθεκτικότητα έναντι της πρωτεΐνης βήτα-αμυλοειδούς, η οποία σχετίζεται με την απώλεια μνήμης.
Η μελέτη παρακινήθηκε από το εξής ερώτημα: Γιατί μερικοί άνθρωποι με υψηλά επίπεδα παθολογίας της νόσου του Αλτσχάιμερ, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα μνήμης, ενώ άλλοι με το ίδιο επίπεδο παθολογίας δεν το κάνουν;
Μια πιθανή εξήγηση, είναι η έννοια του γνωστικού αποθεματικού, η οποία αναφέρεται σε παράγοντες που προστατεύουν ή αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις της παθολογίας AD στη μνήμη.
Ο ύπνος NREM
Οι ερευνητές, επικεντρώθηκαν σε έναν συγκεκριμένο παράγοντα που θα μπορούσε να συμβάλει στο γνωστικό αποθεματικό: τον ύπνο βραδέων κυμάτων βαθιάς μη ταχείας κίνησης των ματιών (NREM).
Η νόσος του Αλτσχάιμερ, είναι μία από τις πιο διαδεδομένες μορφές άνοιας και έτσι επηρεάζει την ποιότητα ζωής πολλών ανθρώπων.
Ένα σημαντικό ποσοστό ερευνών, στοχεύει σε μελέτες παρέμβασης για τη μείωση της παθολογίας του εγκεφάλου που αποτελεί τη βάση της νόσου του Αλτσχάιμερ, αλλά υπάρχει μια συναρπαστική νέα κατεύθυνση, όπου οι ερευνητές μελετούν την ανθεκτικότητα στην ήδη υπάρχουσα παθολογία του εγκεφάλου.
Δηλαδή, ποιοι παράγοντες εξηγούν τις ατομικές διαφορές στη γνωστική λειτουργία παρά το ίδιο επίπεδο παθολογίας του εγκεφάλου, και πώς μερικοί άνθρωποι με σημαντική παθολογία έχουν διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό τη μνήμη.
«Εάν εντοπίσουμε τροποποιήσιμους παράγοντες ανθεκτικότητας, θα μπορούσαμε να ανακουφίσουμε μερικά από τα γνωστικά συμπτώματα και τα συμπτώματα μνήμης που επηρεάζουν τα άτομα με παθολογία της νόσου του Αλτσχάιμερ», αναφέρουν μεταξύ άλλων οι ερευνητές.
Η συγκεκριμένη πρόταση του ύπνου, ως παράγοντα ανθεκτικότητας (ή πιο συγκεκριμένα γνωστικού αποθεματικού), προέρχεται από προηγούμενες μελέτες που αποδεικνύουν την υποστήριξη του ύπνου, τόσο για τη γνωστική όσο και για την απόδοση της μνήμης, καθώς και τη σύνδεσή του με τη νόσο του Aλτσχάιμερ, και τις υποκείμενες παθολογίες του εγκεφάλου.
Για τη διεξαγωγή της μελέτης, οι ερευνητές στρατολόγησαν 62 γνωστικά φυσιολογικούς ηλικιωμένους ενήλικες, εκ των οποίων 31 είχαν υψηλά επίπεδα βήτα-αμυλοειδούς (σήμα κατατεθέν της νόσου), και 31 είχαν χαμηλά επίπεδα. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) για να μετρήσουν το φορτίο βήτα-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο.
Η μελέτη διαπίστωσε, ότι τα άτομα με υψηλά επίπεδα βήτα-αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους, τα οποία είχαν επίσης καλύτερη ποιότητα βαθύ ύπνου, είχαν καλύτερη απόδοση σε ένα τεστ μνήμης, σε σύγκριση με εκείνα με την ίδια «ποσότητα» αλλά με κακό ύπνο.
Αυτό υποδηλώνει ότι ο βαθύς ύπνος, ειδικά η δραστηριότητα βραδέων κυμάτων NREM, μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της λειτουργίας της μνήμης σε άτομα που πάσχουν από Αλτσχάιμερ.
Ο βαθύς ύπνος, ουσιαστικά λειτούργησε ως προστατευτικός παράγοντας, εξουδετερώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις του βήτα-αμυλοειδούς στη μνήμη. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο βαθύς ύπνος μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στο γνωστικό αποθεματικό.
Αυτή η ανακάλυψη είναι πολλά υποσχόμενη, καθώς υποδηλώνει ότι η βελτίωση της ποιότητας του ύπνου, ακόμη και σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, θα μπορούσε ενδεχομένως, να βοηθήσει στην άμβλυνση των επιπτώσεων της νόσου του Αλτσχάιμερ στη μνήμη.