Η πρόσληψη ζάχαρης τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής ενός παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο στη γενικότερη κατάσταση της υγείας του μεγαλώνοντας.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ και το Πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά χρησιμοποίησαν μια ερευνητική βάση δεδομένων του Ηνωμένου Βασιλείου για να διερευνήσουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πρόσληψης ζάχαρης στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου.
Τα συμπεράσματα ήταν συγκλονιστικά αφού η κατανάλωση ζάχαρης μέχρι την ηλικία των τριών ετών μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και αυξημένης αρτηριακής πίεσης αργότερα στη ζωή.
Τα δεδομένα της μελέτης
Συγκεντρώνοντας δεδομένα για 60.183 άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1951 και 1956, η ομάδα αξιολόγησε τη σχέση μεταξύ της υγείας και του δελτίου ζάχαρης εν καιρώ πολέμου. Ένας περιορισμός που έληξε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1953, δίνοντας στην ομάδα ένα πολύ χρήσιμο όριο πριν και μετά για σύγκριση.
Από τον Ιανουάριο του 1940 έως το 1953, ο μέσος Βρετανός ενήλικας περιοριζόταν στα 41 γραμμάρια ζάχαρης την ημέρα, χωρίς να επιτρέπεται η ζάχαρη για παιδιά κάτω των δύο ετών. Μόλις χαλάρωσαν οι περιορισμοί, η κατανάλωση ζάχαρης αυξήθηκε απότομα.
«Η μελέτη των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της πρόσθετης ζάχαρης στην υγεία έχει προκλήσεις, επειδή είναι δύσκολο να βρεθούν καταστάσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι εκτίθενται τυχαία σε διαφορετικά διατροφικά περιβάλλοντα νωρίς στη ζωή τους και τα ακολουθούν για 50 έως 60 χρόνια», λέει η οικονομολόγος Tadeja Gracner από το University of Southern California.
«Το τέλος του δελτίου σίτισης μας έδωσε ένα νέο φυσικό πείραμα για να ξεπεράσουμε αυτά τα προβλήματα», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τα δεδομένα, τα παιδιά που δεν έτρωγαν ζάχαρη κατά τις πρώτες 1.000 ημέρες της ζωής τους είχαν κατά μέσο όρο 35% χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 ως ενήλικες και 20% χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν υπέρταση.
Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου το δελτίο σίτισης αίρονταν ενώ τα μωρά ήταν ακόμη στη μήτρα, υπήρχε αισθητά χαμηλότερος κίνδυνος, που αντιστοιχούσε έως και στο ένα τρίτο της συνολικής μείωσης του κινδύνου. Επιπλέον, όταν εμφανίστηκαν παθήσεις υγείας, η εξέλιξή τους ήταν πιο πιθανό να καθυστερήσει μεταξύ εκείνων των οποίων η πρόσληψη ζάχαρης είχε περιοριστεί νωρίς στη ζωή τους.
Το επόμενο βήμα των ερευνητών είναι να μελετήσουν τυχόν πιθανές σχέσεις μεταξύ της κατανάλωσης ζάχαρης και άλλων ασθενειών, όπως ο καρκίνος.