Το ξινόμαυρο κρασί έχει την τιμητική του την 1η Νοεμβρίου αφού αυτή τη μέρα γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Ξινόμαυρου.
Το ξινόμαυρο είναι μία ερυθρή ποικιλία κυρίως του βορειοελλαδικού χώρου. Καλλιεργείται κυρίως στην Νάουσα, τη Γουμένισσα, το Αμύνταιο, τη Ραψάνη, το Τρίκωμο, τη Σιάτιστα, το Βελβεντό και σε μικρότερη έκταση στο Άγιο Όρος, την Όσσα, τα Ιωάννινα, τη Μαγνησία, την Καστοριά και τα Τρίκαλα.
Η καλλιέργεια του ξινόμαυρου κρασιού ξεκίνησε τον 17ο αιώνα στις περιοχές της Σιάτιστας, του Αμυνταίου, της Nάουσας, της Γουμένισσας, του Κίτρου κοντά στη Κατερίνη, των Γιαννιτσών, τα μοναστήρια του Αγίου Ορους και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Στα νεότερα χρόνια, το ξινόμαυρο συναντάται με τις ονομασίες Μαύρο Ναούσης, Μαύρο Ναουστινό, Ναουστινό.
Οι «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος» διακρίνοντας τη μοναδικότητα της ποικιλίας αυτής αποφάσισε το 2019 να προχωρήσει σε μία σημαντική κίνηση με στόχο να συμβάλει περαιτέρω στην προβολή και προώθησή της. Πρόκειται για τη θέσπιση και καθιέρωση της «Παγκόσμιας Ημέρας Ξινόμαυρου» (International Xinomavro Day). Κίνηση που άλλωστε βρήκε την άμεση και μέγιστη ανταπόκριση στην Ελλάδα, ξεκινώντας παράλληλα διεθνή αποδοχή.
Ως ημερομηνία του εορτασμού, ορίστηκε η 1η Νοεμβρίου, που θεωρητικά συμβαδίζει με την πλήρη ολοκλήρωση του τρύγου της ποικιλίας. Επιπλέον, ως αριθμός το 1, είναι εύκολο να το θυμάται κάποιος, ενώ παράλληλα θυμίζει ότι το Ξινόμαυρο είναι η νούμερο ένα ποικιλία της Βορείου Ελλάδος.
Τα χαρακτηριστικά του ξινόμαυρου κρασιού
Το Ξινόμαυρο είναι μιά ποικιλία με μέτριου μεγέθους σταφύλια, συνήθως κυλινδροκωνικά, με χονδρή φλούδα και σκούρο κόκκινο χρώμα. Η σάρκα τους είναι μαλακή, γλυκιά και άχρωμη γι' αυτό και μπορεί να δώσει και οίνους ροζέ αλλά και λευκούς. Σε δροσερές περιοχές μπορεί να δώσει πλούσια ερυθρά κρασιά, γεμάτα, με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκόολ, ζωηρό χρώμα και αρκετές τανίνες.
Το χρώμα των κρασιών μπορεί να είναι από σκούρο κόκκινο μέχρι και πορφυρό με διάφορες διαβαθμίσεις ανάλογα με τον χρόνο παλαίωσης. Τα νεαρής ηλικίας κρασιά έχουν αποχρώσεις ιώδεις και κυρίως βυσσινί, ενώ όσο παλαιώνουν αποκτούν κεραμιδί αποχρώσεις.