Δεδομένα από νέα μελέτη της ESMO, που δημοσιεύθηκαν στις 12 Οκτωβρίου 2024 στο The Lancet, δείχνουν ότι οι εκτιμήσεις για τον ετήσιο κίνδυνο μετάστασης σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού πρώιμου σταδίου είναι χαμηλότερες για όσες διαγνώστηκαν μετά το 2000, συγκριτικά με προηγούμενες δεκαετίες. Παρότι οι περισσότερες υποτροπές σε ασθενείς με ER-αρνητικό καρκίνο σημειώνονται τα πρώτα πέντε χρόνια, για τις γυναίκες με ER-θετική νόσο ο κίνδυνος παραμένει σταθερός και πέραν αυτής της περιόδου.
Σύμφωνα με τη Δρ. Μαρία Καπαρέλου, την καθηγήτρια Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και τον καθηγητή Θάνο Δημόπουλο της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, το ρίσκο μετάστασης για ER-θετικό καρκίνο μειώθηκε κατά περίπου 10% σε ασθενείς που έλαβαν ορμονική θεραπεία για τουλάχιστον πέντε χρόνια, σε σύγκριση με ασθενείς προηγούμενων δεκαετιών. Παράλληλα, για ER-αρνητικές περιπτώσεις, οι υποτροπές σημειώνονται πιο συχνά τα πρώτα πέντε χρόνια.
Η ανάλυση περιλαμβάνει δεδομένα από τυχαιοποιημένες δοκιμές που διεξήχθησαν από το 1990 έως το 2009, επιλέγοντας ασθενείς που είχαν ER-θετικό καρκίνο μαστού και προγραμματίζονταν για ενδοκρινική θεραπεία πέντε ετών ή ER-αρνητική νόσο. Οι ασθενείς ήταν κάτω των 75 ετών κατά τη διάγνωση, με όγκο μικρότερο από 5 εκατοστά, λιγότερους από δέκα θετικούς λεμφαδένες και καμία ένδειξη για μεταστάσεις. Το πρωτεύον σημείο αναφοράς ήταν ο χρόνος μέχρι την πρώτη μετάσταση.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι βελτιώσεις στην έκβαση σε γυναίκες που διαγνώστηκαν μετά το 2000 οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε καλύτερη κλινική παρακολούθηση και έγκαιρη διάγνωση μέσω μαστογραφιών, καθώς και σε ακριβέστερη σταδιοποίηση μέσω εξελιγμένων διαγνωστικών μεθόδων. Τα ποσοστά μακρινών μεταστάσεων μειώθηκαν κατά 25% για τη θετική σε οιστρογόνους υποδοχείς νόσο και κατά 19% για την ER-αρνητική νόσο μετά το 2000, σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1990. Οι θεραπείες επίσης έχουν βελτιωθεί, περιλαμβάνοντας πιο στοχευμένη ορμονοθεραπεία, χημειοθεραπεία και εξειδικευμένα φάρμακα βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του όγκου κάθε ασθενούς.
Η εξατομικευμένη θεραπεία αποτελεί πλέον βασικό παράγοντα για τη βελτίωση των κλινικών αποτελεσμάτων, προσφέροντας σε κάθε ασθενή την καλύτερη δυνατή προσέγγιση με βάση το ατομικό προφίλ κινδύνου. Η ενισχυμένη χρήση δεδομένων από μακροχρόνιες μελέτες επιτρέπει στους επιστήμονες να εντοπίζουν πρότυπα και να βελτιώνουν τις προγνώσεις. Παράλληλα, οι στοχευμένες διαγνωστικές εξετάσεις μειώνουν τον κίνδυνο επανεμφάνισης του καρκίνου σε προχωρημένα στάδια.
Παρά τη σημαντική πρόοδο, οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη για ισότιμη πρόσβαση σε σύγχρονες διαγνωστικές και θεραπευτικές επιλογές, δεδομένου ότι μεγάλες ανισότητες παραμένουν σε διεθνές επίπεδο όσον αφορά την πρόσβαση σε κατάλληλη αντικαρκινική φροντίδα. Η βελτίωση της πρόσβασης στις νέες θεραπείες και διαγνώσεις θα μεγιστοποιήσει τα οφέλη για τις ασθενείς παγκοσμίως, μετατρέποντας τις θετικές κλινικές τάσεις σε πραγματική βελτίωση των επιπέδων επιβίωσης και ποιότητας ζωής για τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού.