Όπως αποδεικνύεται δεν είναι τόσο απλό να βρεθούν τα «μυστικά» της μακροζωΐας. Ωστόσο, μία νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο GeroScience, εστίασε σε ορισμένους κοινούς βιοδείκτες, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων χοληστερίνης και γλυκόζης, σε άτομα άνω των 90 ετών. Αυτοί οι βιοδείκτες και οι τιμές τους ενδεχομένως να αποτελούν σημάδια που δείχνουν αν κάποιος θα ζήσει πολλά χρόνια ή όχι.
Η συγκεκριμένη έρευνα είναι η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι στιγμής. Στο πλαίσιο της έρευνας πραγματοποιήθηκε σύγκριση των βιοδεικτών σε άτομα που ξεπέρασαν κατά πολύ τον μέσο όρο προσδόκιμου ζωής με κάποια άλλα, επίσης μεγάλης ηλικίας αλλά όχι τόσο πολύ.
Η έρευνα περιελάμβανε δεδομένα από 44.000 Σουηδούς που υποβλήθηκαν σε αξιολογήσεις υγείας στις ηλικίες 64 - 99 (δείγμα της λεγόμενης κοόρτης Amoris). Αυτοί οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν στη συνέχεια για ορισμένα χρόνια. Από αυτούς τους ανθρώπους, οι 1.224, ή το 2,7%, έζησαν μέχρι τα 100 χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία (85%) των αιωνόβιων ήταν γυναίκες. Συμπεριλήφθηκαν δώδεκα βιοδείκτες με βάση εξετάσεις αίματος που σχετίζονται με τη φλεγμονή, το μεταβολισμό, τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, καθώς και τον πιθανό υποσιτισμό και την αναιμία. Όλα αυτά έχουν συσχετιστεί με τη γήρανση ή τη θνησιμότητα σε προηγούμενες μελέτες.
Ουρικό οξύ, χοληστερίνη, γλυκόζη
Ο βιοδείκτης που σχετίζεται με τη φλεγμονή ήταν το ουρικό οξύ. Εξετάστηκαν επίσης δείκτες που συνδέονται με τη μεταβολική κατάσταση και τη λειτουργία του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερίνης και της γλυκόζης, καθώς και δείκτες που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος, όπως η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (Alat), η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (Asat), η αλβουμίνη, η γ-γλουταμυλ τρανσφεράση (GGT), η αλκαλική φωσφατάση (Alp) και η γαλακτική αφυδρογονάση (LD). Παράλληλα, εξετάστηκε η κρεατινίνη, η οποία έχει σχέση με τη λειτουργία των νεφρών, και τον σίδηρο και την ολική ικανότητα δέσμευσης σιδήρου (TIBC), η οποία συνδέεται με την αναιμία. Τέλος, ερευνήθηκε η λευκωματίνη, ένας βιοδείκτης που σχετίζεται με τη διατροφή.
Οι επιστήμονες βρήκαν ότι όσοι έφτασαν στα εκατοστά γενέθλιά τους έτειναν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης και ουρικού οξέος από τα εξήντα τους και μετά. Αν και οι διάμεσες τιμές δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ αιωνόβιων και μη, για τους περισσότερους βιοδείκτες, οι αιωνόβιοι σπάνια εμφάνιζαν εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι από τους αιωνόβιους είχαν επίπεδο γλυκόζης πάνω από 6,5 νωρίτερα στη ζωή τους ή επίπεδο κρεατινίνης πάνω από 125.
Κατά τη διερεύνηση των βιοδεικτών που συνδέονται με την πιθανότητα να φτάσει κάποιος τα 100, διαπιστώθηκε ότι όλοι εκτός από δύο (alat και λευκωματίνη) από τους 12 βιοδείκτες έχουν κάποια σχέση.
Τα άτομα με χαμηλά επίπεδα ολικής χοληστερίνης και σιδήρου είχαν μικρότερες πιθανότητες να φτάσουν τα 100 σε σύγκριση με εκείνα με υψηλότερα επίπεδα. Εν τω μεταξύ, άτομα με υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος και δεικτών για τη λειτουργία του ήπατος είχαν επίσης μειωμένες πιθανότητες να «πατήσουν» τα 100. Σε απόλυτους όρους, οι διαφορές ήταν μάλλον μικρές για ορισμένους από τους βιοδείκτες, ενώ για άλλους οι διαφορές ήταν κάπως πιο ουσιαστικές.
Για το ουρικό οξύ, για παράδειγμα, η απόλυτη διαφορά ήταν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα στην ομάδα με το χαμηλότερο ουρικό οξύ είχαν 4% πιθανότητες να γίνουν 100 ετών, ενώ στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος μόνο το 1,5% έφτασε στην ηλικία των 100 ετών.