Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ένα κοινό ζήτημα που προκαλείται από την περιορισμένη ή ανύπαρκτη παραγωγή της λακτάσης, ενός ενζύμου που διασπά τη λακτόζη, τη ζάχαρη του γάλακτος. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν φούσκωμα, αέρια και διάρροια, όταν η λακτόζη παραμένει αχώνευτη στο έντερο και υφίσταται ζύμωση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Enzo Spisni, η δυσανεξία στη λακτόζη δεν είναι πάντα απόλυτη ή γενετική. Πολλοί που δεν έχουν γενετική δυσανεξία ενδέχεται να εμφανίσουν δυσκολίες λόγω αλλαγών στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου ή άλλων παραγόντων, όπως η διατροφή και οι συνθήκες υγείας του εντέρου.
Πώς να βελτιωθεί η δυσανεξία στη λακτόζη
Η αποκατάσταση της ισορροπίας της εντερικής χλωρίδας είναι το κλειδί για τη μείωση των συμπτωμάτων. Αυτό περιλαμβάνει:
- Αναγνώριση της κατάστασης του εντέρου: Ανάλυση της μικροβιακής χλωρίδας μέσω εξειδικευμένων εξετάσεων.
- Διατροφή χαμηλή σε τρόφιμα που προκαλούν ζύμωση (FODMAPs): Σταδιακή επανεισαγωγή τροφών για την εξισορρόπηση της μικροβιακής χλωρίδας.
- Χρήση προβιοτικών και μεταβιοτικών: Υποστήριξη της εντερικής υγείας και της λειτουργίας της λακτάσης.
Είναι απαραίτητο να καταναλώνεται γάλα;
Όχι, η κατανάλωση γαλακτοκομικών δεν είναι αναγκαία, αλλά η διατήρηση της υγείας του εντέρου είναι ζωτικής σημασίας. Η διαρκής επιλογή τροφών χωρίς λακτόζη δεν επιλύει την αιτία του προβλήματος και μπορεί να έχει ανεπιθύμητες επιπτώσεις, όπως η αύξηση του γλυκαιμικού δείκτη.
Τελικό μήνυμα
Η δυσανεξία στη λακτόζη δεν είναι πάντα μόνιμη ή γενετική. Μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων στην εντερική χλωρίδα και την καθημερινή διατροφή, μπορεί να μειωθούν σημαντικά τα συμπτώματα. Ωστόσο, η διαδικασία απαιτεί υποστήριξη από ειδικούς, όπως διατροφολόγους ή γαστρεντερολόγους.