Όπως έχει φανεί μέσα από πολυάριθμες αρχαιολογικές ανασκαφές, ο άνθρωπος πίνει «ζυμωμένα» ποτά εδώ και τουλάχιστον 10.000 χρόνια και ως εκ τούτου το αλκοόλ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού ανά τους αιώνες.
«Η συζήτηση σχετικά με τα οφέλη και τους κινδύνους του αλκοόλ συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με πολλούς ειδικούς να διαφωνούν σχετικά με το κατά πόσο το αλκοόλ είναι καλό ή κακό για την υγεία μας», αναφέρει σχετικό δημοσίευμα στην επίσημη ιστοσελίδα του πανεπιστημίου του Harvard.
Όπως, όμως, τονίζει το δημοσίευμα, «η δόση κάνει το δηλητήριο». Μια «μετρημένη» πρόσληψη αλκοόλ φαίνεται να έχει οφέλη για την υγεία του καρδιαγγειακού μας συστήματος, όμως η υψηλή κατανάλωσή του ενέχει πολλούς κινδύνους.
Ακόμα, και λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τα οφέλη του αλκοόλ, σε ορισμένες περιπτώσεις η ζυγαριά γέρνει περισσότερο προς τις αρνητικές του επιδράσεις. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση που η κατανάλωση του αλκοόλ είναι μέτρια.
Πόσο αλκοόλ μπορούμε να πίνουμε την εβδομάδα
Ο όρος «μέτρια» ποσότητα αλκοόλ ακούγεται πολύ συχνά, ωστόσο ανά τα χρόνια τα νούμερα που καθαρίζουν τον συγκεκριμένο όρο έχουν αλλάξει ουκ ολίγες φορές.
Πλέον, σύμφωνα με τον διατροφικό οδηγό των Αμερικανών που εκδίδει το υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, για να είναι μέτρια η κατανάλωση που κάνετε σε αλκοόλ δεν πρέπει να υπερβαίνει:
- Τα 1 – 2 ποτά ημερησίως για τους άνδρες
- Το 1 ποτό ημερησίως για τις γυναίκες
Όταν αναφερόμαστε σε 1 ποτό, εννοούμε:
- 355 mL μπύρας
- 148 mL κρασιού
- 44 mL «σκληρών» ποτών (ουίσκι, βότκα, τζιν κ.τ.λ.)
Φυσικά, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις. Για παράδειγμα ορισμένες μπύρες έχουν πολύ μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ, που αγγίζει μέχρι και το 10%. Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, μια για μια τέτοια μπύρα η ποσότητα που θα συνιστούσε μία μερίδα θα βρισκόταν πιο κοντά στην αντίστοιχη μερίδα κρασιού.
Όπως και να ‘χει, σε γενικές γραμμές η λογική είναι ότι μια μερίδα αλκοολούχο ποτού αντιστοιχεί περίπου σε 12 – 14 γραμμάρια αλκοόλ.
Αυτό που πρέπει, όμως, να έχει κάποιος υπόψη του είναι πως πέρα από την ποσότητα του αλκοόλ, εξίσου σημαντικό είναι και το μοτίβο με βάση το οποίο πίνει κάποιος.
Με πιο απλά λόγια, εάν κάποιος πίνει 7 ποτά κάθε Σάββατο αλλά δεν πίνει καθόλου την επόμενη εβδομάδα, δεν θα έχει τις ίδιες επιπτώσεις με κάποιον που πίνει από 1 ποτό για κάθε μέρα της εβδομάδας, παρόλο που η εβδομαδιαία κατανάλωση είναι η ίδια.
«Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, μικρότερες ποσότητες αλκοόλ (περίπου 1 ποτό την ημέρα) διασκορπισμένες σε τουλάχιστον 4 ημέρες της εβδομάδας, φάνηκε να είχε τις καλύτερες επιδράσεις στην υγεία», αναφέρει το δημοσίευμα του Harvard.
Οι κίνδυνοι του αλκοόλ
Η ενεργή ουσία του αλκοόλ, η αιθανόλη, επηρεάζει άμεσα το στομάχι, τον εγκέφαλο, την καρδιά, την χοληδόχο κύστη και το συκώτι. Παράλληλα, επηρεάζει τα επίπεδα λιπιδίων και ινσουλίνης στο αίμα, μπορεί να αυξήσει την φλεγμονή και να μειώσει την πήξη του αίματος, ενώ επηρεάζει σημαντικά την διάθεση, την ικανότητα συγκέντρωσης και συντονισμού.
Όπως τονίζει το δημοσίευμα του Harvard, υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι η κατανάλωση ακόμα και ενός αλκοολούχου ποτού αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, του στόματος, του φάρυγγα, του ήπατος, του οισοφάγο αλλά κυρίως του μαστού. Σύμφωνα με τις μελέτες, όσο περισσότερο αλκοόλ πίνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος.
Οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι η κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια φυλλικού οξέος, η οποία με την σειρά της συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Την ίδια στιγμή, το αλκοόλ αυξάνει τα επίπεδα οιστρογόνου στον οργανισμό, γεγονός που πυροδοτεί την ανάπτυξη ορισμένων καρκινικών κυττάρων στο στήθος.
Κάτι που επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη είναι τα εκατομμύρια αυτοκινητιστικά δυστυχήματα που προκαλεί το αλκοόλ, κάτι που έχει ως απόρροια χιλιάδες θανάτους κάθε χρόνο.
«Τα οφέλη και τα ρίσκα της μέτριας πρόσληψης αλκοόλ αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου. Σε γενικές γραμμές, τα ρίσκα είναι μεγαλύτερα από τα οφέλη, μέχρι την μέση ηλικία, όπου οι θάνατοι λόγω καρδιαγγειακών νόσων αρχίζουν και γίνονται όλο και πιο συχνοί. Στις γυναίκες, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα, καθώς υπάρχει και ο επιπρόσθετος αυξημένος κίνδυνος καρκίνο του μαστού», καταλήγει το δημοσίευμα του Harvard.