Η σιδηροπενία (έλλειψη σιδήρου) είναι η πιο συχνή διατροφική ανεπάρκεια κατά την εγκυμοσύνη και συχνά οδηγεί σε σιδηροπενική αναιμία, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές για τη μητέρα και το έμβρυο. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ο πρόωρος τοκετός, η καισαρική τομή, η αιμορραγία μετά τον τοκετό, και ο αυξημένος κίνδυνος θνησιμότητας. Για το έμβρυο, οι επιπλοκές περιλαμβάνουν το χαμηλό βάρος γέννησης και την καθυστέρηση της ανάπτυξης.
Η Ομάδα Εργασίας για την Πρόληψη των ΗΠΑ (USPSTF) πρόσφατα εξέτασε τα διαθέσιμα στοιχεία για τα οφέλη και τους κινδύνους του ελέγχου και της αποκατάστασης σιδήρου σε ασυμπτωματικές έγκυες γυναίκες, τόσο σε όσες είχαν αναιμία όσο και σε εκείνες χωρίς αναιμία. Αυτή η ανασκόπηση είχε ως στόχο να επικαιροποιήσει τις συστάσεις που είχαν εκδοθεί πριν από σχεδόν δέκα χρόνια. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Journal of the American Medical Association (JAMA). Ο Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, Θάνος Δημόπουλος, και η Αιματολόγος Δρ. Δέσποινα Φωτίου, συνοψίζουν και σχολιάζουν τα ευρήματα.
Παρά την ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, δεν βρέθηκαν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι ο προληπτικός έλεγχος και η αποκατάσταση σιδήρου σε ασυμπτωματικές έγκυες γυναίκες βελτιώνει την υγεία της μητέρας ή του νεογνού. Επιπλέον, τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή για να καθορίσουν αν τα οφέλη της τακτικής αποκατάστασης σιδήρου υπερτερούν των κινδύνων όσον αφορά την πρόληψη των επιπλοκών. Αυτό το σημαντικό κενό στη γνώση υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα.
Ένας από τους λόγους για την έλλειψη δεδομένων είναι η απουσία συμφωνίας στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με την εφαρμογή του προσυμπτωματικού ελέγχου. Παρά το γεγονός ότι η φερριτίνη ορού είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης των αποθεμάτων σιδήρου στο σώμα, δεν έχουν καθοριστεί σαφή διαγνωστικά όρια που να υποδεικνύουν την ανάγκη για αποκατάσταση σιδήρου κατά την εγκυμοσύνη.
Τα σκευάσματα σιδήρου από το στόμα είναι μια καλά εδραιωμένη και ασφαλής θεραπεία για την ανεπάρκεια σιδήρου και τη σιδηροπενική αναιμία. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι οι δόσεις που χρησιμοποιήθηκαν στις περισσότερες μελέτες ήταν ανεπαρκείς για την πλήρωση των αποθηκών σιδήρου, γεγονός που μπορεί να εξηγεί την έλλειψη παρατηρούμενου οφέλους.
Συμπερασματικά, είναι απαραίτητες επιπλέον μελέτες για να εξεταστούν τα αποτελέσματα της αποκατάστασης σιδήρου σε διάφορες ομάδες γυναικών κατά την εγκυμοσύνη: αυτές με επαρκή επίπεδα σιδήρου, εκείνες με σιδηροπενία χωρίς αναιμία, και εκείνες με σιδηροπενική αναιμία. Με δεδομένη την αυξανόμενη συχνότητα της σιδηροπενίας κατά την εγκυμοσύνη και τις πιθανές σοβαρές επιπτώσεις της, η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα είναι κρίσιμη για τη δημόσια υγεία.