Η πρόσληψη τροφών που βοηθούν στην κινητικότητα του εντέρου, την πρόληψη της δυσκοιλιότητας και τη μείωση της πίεσης εντός του παχέος εντέρου, περιορίζουν τον κίνδυνο εκκολπωματίτιδας.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η πιο επιτυχημένη πρακτική για την αποφυγή τους είναι η υιοθέτηση μιας φιλικής προς τη νόσο διατροφής, η οποία έχει ως βασικούς πυλώνες την υψηλή πρόσληψη φυτικών ινών και προβιοτικών και τη μειωμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και λιπαρών.
Πότε εμφανίζεται η εκκολπωματίτιδα
«Η εκκολπωματική νόσος εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 40 ετών και προσβάλλει το 20% του πληθυσμού, ποσοστό που αυξάνεται στο 60% μέχρι την ηλικία των 60 ετών.
Χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό μικρών προεξοχών (εκκολπωμάτων) στα αδύναμα τοιχώματα του πεπτικού σωλήνα. Στο παχύ έντερο εμφανίζονται λόγω των υψηλών πιέσεων εντός αυτού ή/και ανωμαλιών στην κινητικότητα του.
Κάποιες φορές ένα ή περισσότερα εκκολπώματα παρουσιάζουν φλεγμονή. Αυτή η πάθηση ονομάζεται εκκολπωματίτιδα κα εμφανίζεται στο 10-25% των ασθενών με εκκολπωματική νόσο», εξηγεί ο Γενικός Χειρουργός δρ Σπύρος Αυλωνίτης.
«Ενώ ήταν σχετικά ασυνήθιστο φαινόμενο σε άτομα κάτω των 50 ετών, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται άνοδος των ποσοστών εμφάνισής της σε νεαρότερες ηλικίες, λόγω της προτίμησης στη δυτικού τύπου διατροφή τις 2 τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Annals of Medicine and Medical Science.
Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ούτε την εκκολπωματική νόσο, ούτε τη σημασία της διατροφής και των φυτικών ινών για την αποφυγή της επιδείνωσης της», προσθέτει.
Εκτός από την ηλικία, παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης εκκολπωματίτιδας είναι το οικογενειακό ιστορικό, η καθιστική ζωή, η παχυσαρκία και το κάπνισμα.
Τα συμπτώματα της εκκολπωματίτιδας
Ενώ τα εκκολπώματα είναι πιθανόν να μη δώσουν ποτέ συμπτώματα, όταν αναπτύσσουν φλεγμονή, παρουσιαστεί δηλαδή εκκολπωματίτιδα, ο ασθενής πονά στην κοιλιά. Μπορεί να παρουσιαστεί επίσης αιμορραγία, πυρετός, κόπωση, ναυτία και έμετος. Η παρουσία αποστήματος, συριγγίου, απόφραξης ή διάτρησης εντέρου είναι χαρακτηριστικά συμπτώματα της επιπλεγμένης εκκολπωματίτιδας.
«Η αρχική αντιμετώπιση της οξείας εκκολπωματίτιδας είναι συντηρητική και συνίσταται στη λήψη αναλγητικών και στον περιορισμό της τροφής. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαία και η λήψη αντιβιοτικών (από το στόμα ή ενδοφλεβίως).
Χειρουργική θεραπεία
Η χειρουργική θεραπεία είναι αναγκαία όταν δεν υπάρχει βελτίωση από τη συντηρητική θεραπεία εντός 2-3 ημερών, και όταν παρουσιαστούν επιπλοκές που απειλούν τη ζωή του ασθενή. Σε εγχείρηση μπορεί να οδηγηθούν δηλαδή ασθενείς με απόστημα που δεν παροχετεύεται, με συρίγγιο, όσοι έχουν παρουσιάσει αιμορραγία, διάτρηση εντέρου ή περιτονίτιδα.
Προκειμένου να αποφευχθεί μια μη προγραμματισμένη επέμβαση, λόγω επιπλοκών, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο προληπτικής εκτομής μετά το πρώτο επεισόδιο εκκολπωματίτιδας, αφού έτσι μειώνεται ο κίνδυνος επιπλοκών, ιδίως όταν διενεργείται λαπαροσκοπικά.
Στα πλεονεκτήματα που προσφέρει αυτή η χειρουργική μέθοδος είναι το μικρό χειρουργικό τραύμα, η ελαχιστοποίηση του πόνου και των καρδιαγγειακών και αναπνευστικών επιπλοκών, η εξάλειψη των μετεγχειρητικών συμφύσεων που μπορούν να προκαλέσουν ειλεό και η ταχύτερη ανάρρωση», επισημαίνει.
Αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων όλα αυτά αποφεύγονται και η εκκολπωματίτιδα αντιμετωπίζεται με αλλαγές στον τρόπο ζωής και πρωτίστως στη διατροφή.
Ο πρωταρχικός στόχος της διαιτητικής διαχείρισης είναι η πρόληψη της δυσκοιλιότητας, που επιτυγχάνεται με την αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών. Μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε αυτές, όπως με φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, όσπρια και ξηρούς καρπούς, διατηρεί την κανονικότητα των κενώσεων. Σε αυτό συμβάλει και η πρόσληψη υγρών διότι διατηρεί τα κόπρανα μαλακά διευκολύνοντας τη διέλευση και αποβολή τους.
Αυτό δεν ισχύει για τα άτομα με οξεία εκκολπωματίτιδα ή κατά τη διάρκεια έξαρσης, οπότε συστήνεται η αποφυγή τους και η σταδιακή επαναπρόσληψή τους όσο βελτιώνονται τα συμπτώματα.
Διατροφή με προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση
Επειδή η πάθηση προκαλεί δυσμενείς αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου, οι ασθενείς θα πρέπει να προσθέτουν στη διατροφή τους επίσης προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση και περιέχουν ευεργετικά βακτήρια, π.χ. κεφίρ, γιαούρτι, τυρί. Μαζί με τα φρέσκα λαχανικά και φρούτα, που φτάνουν στο παχύ έντερο άθικτα, παρέχουν τροφή στα καλά βακτήρια που ζουν στο παχύ έντερο.
Στην αποφυγή κοιλιακών ενοχλήσεων ή φουσκώματος μπορεί να βοηθήσει και κατανάλωση μικρότερων, συχνότερων γευμάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στα τρόφιμα που θα πρέπει να αποφεύγονται περιλαμβάνονται τα κόκκινα κρέατα, τα λιπαρά φαγητά (π.χ. μαγιονέζα), η υπερβολική κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων με πλήρη λιπαρά, τα επεξεργασμένα τρόφιμα, επειδή στερούνται φυτικών ινών και θρεπτικών συστατικών, τα πικάντικα φαγητά επειδή ερεθίζουν το πεπτικό σύστημα, τα αλκοολούχα και καφεϊνούχα ποτά, επειδή αφυδατώνουν τον οργανισμό και επιδεινώνουν τα συμπτώματα.
«Η εκκολπωματίτιδα επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής ενός πάσχοντα, αλλά με την κατάλληλη διαχείριση, τα συμπτώματα μπορούν να ανακουφιστούν και οι εξάρσεις να ελαχιστοποιηθούν.
Εκτός από τη διατροφή, οι ασθενείς θα πρέπει να διαχειρίζονται το άγχος τους, αφού το χρόνιο στρες μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα της εκκολπωματίτιδας. Πρακτικές όπως η γιόγκα ή ο διαλογισμός, τους βοηθούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα το συναισθηματικό τίμημα της πάθησης και να βελτιώσουν τη συνολική ευεξία τους. Επίσης, συστήνεται η τακτική σωματική δραστηριότητα, η οποία αφενός μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή της δυσκοιλιότητας, και αφετέρου στη μείωση του στρες.
Οι πάσχοντες θα πρέπει να επισκέπτονται τακτικά τον γιατρό τους ώστε να παρακολουθείται η εξέλιξη της νόσου, να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα της θεραπείας (η οποία εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κατάστασης), να αντιμετωπίζονται εγκαίρως τυχόν νέα ή επίμονα συμπτώματα, αλλά και να προλαμβάνονται πιθανές επιπλοκές.
Με τη σωστή ολιστική προσέγγιση, τα άτομα με εκκολπωματίτιδα μπορούν να περιορίσουν τα συμπτώματα και να απολαύσουν καλύτερη γαστρεντερική υγεία και συνολική ευεξία», καταλήγει ο δρ Αυλωνίτης.