Σε παγκόσμιο επίπεδο η κεφαλαλγία τάσης είναι η δεύτερη πιο διαδεδομένη πάθηση. Με δεδομένο αυτό, οι συγγραφείς ανασκόπησης, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «The Journal of Headache and Pain» επισημαίνουν την ανάγκη να υπάρξουν σημαντικές βελτιώσεις στην ιατρική φροντίδα της κεφαλαλγίας, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της Ατζέντας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών με σκοπό τη διασφάλιση της υγείας και την προώθηση της ευημερίας για όλους ως το 2030. Στη συγγραφική ομάδα συμμετέχει και ο πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κεφαλαλγίας και πρόεδρος του Τμήματος Κεφαλαλγίας στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία Νευρολογίας, καθηγητής Δήμος- Δημήτρης Μητσικώστας.
Οι συγγραφείς του άρθρου καταθέτουν μια σειρά προτάσεων, από τις βελτιώσεις στην ιατρική περίθαλψη μέχρι την αύξηση στις έρευνες για τις διαταραχές κεφαλαλγίας. Επίσης, τη μείωση της υπερβολικής χρήσης φαρμάκων για την αντιμετώπιση των πονοκεφάλων, την τροποποίηση του τρόπου με τον οποίο ορίζεται κλινικά η σοβαρότητα της ημικρανίας, ώστε να λαμβάνεται υπόψη και η σοβαρότητα των συσχετιζόμενων συμπτωμάτων, την ανάπτυξη περισσότερο ολοκληρωμένων προγραμμάτων κατάρτισης για επαγγελματίες υγείας στη θεραπεία της διαταραχής κεφαλαλγίας και την αύξηση της πρόσβασης σε προληπτική θεραπεία για διαταραχές κεφαλαλγίας σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Ο κ. Μητσικώστας εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «είναι σημαντικό να βάλουμε την κεφαλαλγία μέσα σε ένα πρωτεύον δημόσιο σύστημα υγείας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Η κεφαλαλγία και ιδίως η ημικρανία δεν αξιολογείται με το σωστό τρόπο. Η διάγνωσή της δεν είναι δύσκολη, απλώς υποτιμάται».
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αναγκαία η εκπαίδευση γενικών γιατρών, παθολόγων, αλλά και φαρμακοποιών κυρίως σε θέματα πρόληψης «ώστε να αποφύγουμε τη χρονικοποίηση της ημικρανίας και την κατάχρηση των φαρμάκων στην κεφαλαλγία, αλλά και για τη διάγνωση της αθροιστικής κεφαλαλγίας που δεν διαγιγνώσκεται εύκολα». Τέλος, ο κ. Μητσικώστας αναδεικνύει το μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες της προσβασιμότητας στις νέες θεραπείες για τις ημικρανίες, λόγω του κόστους τους, και την ανάγκη η Πολιτεία να τις κάνει περισσότερο προσβάσιμες στον κόσμο.