Μια νέα μελέτη διαπίστωσε ότι οι χορτοφάγοι διατρέχουν κίνδυνο κατάθλιψης, γεγονός που αποδίδεται στην κατανάλωση κρέατος φυτικής προέλευσης.
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Surrey, ανέλυσε δεδομένα από την UK Biobank.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Food Frontiers, οι χορτοφάγοι που κατανάλωναν κρέας φυτικής προέλευσης είχαν 42% αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης σε σύγκριση με τους χορτοφάγους που απείχαν από αυτό.
Παράλληλα, μια άλλη μελέτη φέτος συνέδεσε την κατανάλωση κρέατος φυτικής προέλευσης με υψηλότερη αρτηριακή πίεση, προκαλώντας ερωτηματικά για τη συμβολή του στη συνολική υγεία του οργανισμού.
Ο καθηγητής Nophar Geifman, από τη Σχολή Επιστημών Υγείας του πανεπιστημίου και ανώτερος συγγραφέας της μελέτης, είπε ότι οι εναλλακτικές επιλογές κρέατος (plant-based meat) μπορεί να είναι μια «ασφαλής επιλογή όταν αποτελούν μέρος μιας συνολικής ισορροπημένης διατροφής».
«Ωστόσο, η πιθανή σχέση μεταξύ αυτών των ειδών τροφής, της φλεγμονής και της κατάθλιψης απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση», πρόσθεσε.
Οι ερευνητές ήθελαν να δουν εάν τα κρέατα φυτικής προέλευσης έχουν παρόμοιους κινδύνους με τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, τα οποία έχουν συνδεθεί με τουλάχιστον 32 επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας, του καρκίνου, του διαβήτη τύπου 2 και της κατάθλιψης.
Τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα είναι αυτά που περιέχουν πρόσθετα συντηρητικά, όπως γαλακτωματοποιητές κα. Τέτοια είδους προϊόντα περιλαμβάνουν από αναψυκτικά μέχρι μπισκότα, πατατάκια, ψωμί του τοστ, σοκολάτες και καραμέλες.
Το «ψεύτικο κρέας» περιέχει εγγενώς συστατικά τύπου UPF για καλύτερη γεύση και υφή.
Ο καθηγητής Anthony Whetton, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης από τη Σχολή Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου του Surrey, δήλωσε: «Οι εναλλακτικές μορφές κρέατος μπορεί να είναι ένας χρήσιμος τρόπος για τους ανθρώπους να μεταβούν αποτελεσματικά σε μια χορτοφαγική διατροφή συμβάλλοντας σε βιώσιμες γεωργικές πρακτικές.
Περαιτέρω έρευνα, συμπεριλαμβανομένων διαχρονικών μελετών και δοκιμών με πιο διαφορετικούς πληθυσμούς, είναι απαραίτητη για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα και η σχέση μεταξύ των χορτοφαγικών τροφίμων και της διάθεσης».