Το Αλτσχάιμερ ορίστηκε σαν έννοια, για πρώτη φορά το 1906 και για πολλές δεκαετίες μπορούσε να διαγνωστεί μόνο με μια αξιολόγηση των συμπτωμάτων.
Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσαν να το αναγνωρίσουν οι ειδικοί, με βεβαιότητα, ήταν μέσω της νεκροψίας μετά τον θάνατο του ατόμου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εμφανίστηκαν νέες μέθοδοι. Οι δοκιμές του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) θα μπορούσαν να μετρήσουν τα επίπεδα του αμυλοειδούς-β, ενός πεπτιδίου που σχηματίζει καταστροφικές πλάκες στον εγκέφαλο των ατόμων με Αλτσχάιμερ και του tau, μιας πρωτεΐνης που συσσωρεύεται μέσα στους νευρώνες.
Οι τομογραφίες εκπομπής ποζιτρονίων (PET), χρησιμοποιούν ραδιενεργούς ιχνηθέτες για να απεικονίσουν τις πλάκες και τα νευροϊνιδιακά πλέγματα, και ο πρώτος παράγοντας για την επισήμανση της παθολογίας του tau, εγκρίθηκε από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) το 2020.
Και οι δύο αυτές μέθοδοι έχουν σοβαρά μειονεκτήματα. Απαιτείται οσφυονωτιαία παρακέντηση για τη συλλογή του ΕΝΥ. Και οι σαρώσεις PET, εκτός από τους κινδύνους που συνδέονται με την έγχυση ραδιενεργού υλικού, είναι ακριβές και δεν είναι άμεσα διαθέσιμες.
Ακόμη και στην Ουάσιγκτον, χρειάστηκε χρόνος για να εφαρμοστούν αυτές οι θεραπείες, ενώ σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές, τα νοσοκομεία που προσφέρουν την υπηρεσία μπορεί να είναι δύσκολο να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η εμφάνιση ενός τεστ που μπορεί να μετρήσει τις ίδιες πρωτεΐνες στο αίμα θα μπορούσε να προσφέρει μια ευκολότερη, ταχύτερη διάγνωση για τους ανθρώπους με λιγότερο επεμβατικό τρόπο, με ένα απλό δείγμα αίματος.
Η εμφάνιση τέτοιων εξετάσεων ανοίγει το δρόμο για πρόσβαση σε πρόσφατα εγκεκριμένες θεραπείες και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη πιο πρώιμη διάγνωση.
Μια τέτοια παρέμβαση, θα μπορούσε να αποτρέψει την άνοια προτού διαταράξει τη ζωή των ανθρώπων.
«Είναι μια πραγματικά συναρπαστική εξέλιξη να έχουμε εξετάσεις αίματος για τη νόσο του Αλτσχάιμερ», αναφέρει ο Stephen Salloway, νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο Brown.
Ο Salloway σημειώνει ότι κανένα τεστ δεν έχει λάβει ακόμη έγκριση από τον FDA, αν και αρκετά έχουν εγκριθεί βάσει κανόνων από τα Κέντρα Medicare και τις Υπηρεσίες Medicaid των ΗΠΑ που πιστοποιούν την ποιότητα των εργαστηριακών εξετάσεων.
Ο ίδιος, ελπίζει ότι η έγκριση από τον FDA, δεν θα αργήσει και αναμένει ότι εντός των επόμενων 12 μηνών θα αρχίσει να εφαρμόζεται αυτή η ελπιδοφόρα διάγνωση. Η κατανόηση της αιτίας της άνοιας είναι επίσης σημαντική για τον καθορισμό του τρόπου αντιμετώπισής της.
Αν και το 60-70% της άνοιας προκαλείται από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υπάρχουν άλλοι τύποι που δεν περιλαμβάνουν πλάκες αμυλοειδούς.
Η εξασθένηση της μνήμης μπορεί επίσης να προκληθεί από κακό ύπνο, κατάθλιψη και αλληλεπιδράσεις μεταξύ συνταγογραφούμενων φαρμάκων.
«Επομένως, μόνο το να κάνουμε γνωστικά τεστ και μια απλή δομική απεικόνιση του εγκεφάλου δεν είναι αρκετά καλό», επισημαίνει ο Oskar Hansson, νευροβιολόγος στο Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία.
«Χρειάζεστε έναν βιοδείκτη που να δείχνει εάν έχετε αμυλοειδές και ταυ στον εγκέφαλό σας και δεν μπορείτε πραγματικά να το κάνετε αυτό με κανέναν άλλο τρόπο, εκτός από τη χρήση εξετάσεων αίματος, εξετάσεων εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή εξέτασης απεικόνισης PET», συμπληρώνει.
Μια εξέταση αίματος που εντοπίζει πλάκες, το PrecivityAD, από την C 2 N Diagnostics στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, έλαβε έγκριση από τον FDA στις ΗΠΑ, και μπορούν να το ζητήσουν οι γιατροί πλέον.