Οι παράγοντες που συμβάλλουν στη μακροζωΐα συνεχίζουν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των επιστημόνων. Αυτή τη φορά, ερευνητές βρήκαν ότι συγκεκριμένα γονίδια στα οστρακοειδή τους επιτρέπουν να ζήσουν από ένα έτος έως περισσότερα από 500 χρόνια. Μετά από αυτή τη διαπίστωση οι ερευνητές θεωρούν ότι η μελέτη των συγκεκριμένων θαλάσσιων οργανισμών είναι ιδανική για τη διερεύνηση των μυστικών της μακροζωίας.
Στη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Genome Biology and Evolution, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια βρήκαν ότι τα οστρακοειδή διαθέτουν ένα σύνολο γονιδίων, τα οποία εξελίσσονται διαφορετικά σε μακρόβια και βραχύβια μέλη του είδους τους. Επεσήμαναν ότι πολλά από αυτά τα γονίδια συνδέονται επίσης με τη μακροζωία σε άλλα ζώα, κάτι που θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην παρατεταμένη μακροζωία σε μία ευρεία ομάδα ζώων. Οι περισσότερες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για τη γήρανση και τη μακροζωία έχουν επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό σε ανθρώπους και σε ορισμένα μόνο ζώα.
Με βάση τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι οι μελέτες για τη γήρανση απέτυχαν να επικεντρωθούν σε άλλους μακρόβιους οργανισμούς και οι ερευνητές θεώρησαν ότι θα έπρεπε να μελετήσουν αυτήν την ομάδα. Η επιστήμονας Mariangela Iannello, δήλωσε σσχετικά: «Πάντα με γοήτευε ότι ορισμένα δίθυρα είδη έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Όταν συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν είχε ερευνήσει ποτέ αυτή την εξαιρετική μακροζωία μέσα σε ένα πλαίσιο μοριακής εξέλιξης, ήξερα ότι έπρεπε να αρχίσουμε να μελετάμε τη μακροζωία σε αυτούς τους οργανισμούς».
Συσσώρευση κυτταρικής βλάβης
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η γήρανση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συσσώρευση κυτταρικής βλάβης με την πάροδο του χρόνου. Μαζί με τον συνάδελφό της επιστήμονα Giobbe Forni και άλλους, η Iannello ερεύνησε πώς προέκυψε η εξαιρετικά μεγάλη διάρκεια ζωής τεσσάρων δίθυρων: Arctica islandica, Margaritifera margaritifera, Elliptio complanata και Lampsilis siliquoidea. Το μακροβιότερο είδος από τα παραπάνω είναι το Arctica islandica που κατέχει το ρεκόρ με 507 χρόνια, ενώ τα υπόλοιπα έχουν μέγιστη διάρκεια ζωής 150 - 190 χρόνια.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα γονίδια που σχετίζονται με την απόκριση βλάβης στο DNA και τη ρύθμιση του κυτταρικού θανάτου έδειξαν συγκλίνοντα μοτίβα εξέλιξης στα μακρόβια είδη. Οι πρωτεΐνες που είχαν συγκλίνουσα εξέλιξη σε μακρόβια δίθυρα (μαλάκια) είχαν περισσότερες αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους από ό,τι αναμενόταν, γεγονός που δείχνει μια βιολογική σύνδεση.
Η Iannello πρόσθεσε: «Αυτό που βρίσκω το πιο συναρπαστικό είναι ότι πολλά γονίδια σε αυτό το δίκτυο είχαν προηγουμένως συσχετιστεί με τη μακροζωία σε άλλα είδη. Μια σημαντική συνέπεια αυτού του ευρήματος είναι ότι η επέκταση της διάρκειας ζωής μπορεί να περιλαμβάνει κοινούς γενετικούς παράγοντες σε πολύ απομακρυσμένα συγγενικά είδη». Οι επιστήμονες σχεδιάζουν να επεκτείνουν τη μελέτη τους και σε άλλα είδη. «Τα αποτελέσματα που προέκυψαν σε αυτήν την εργασία μας ενθουσίασαν ώστε να εξερευνήσουμε τη μακροζωία σε περισσότερα είδη. Ειδικότερα, θα θέλαμε να διερευνήσουμε εάν τα εξελικτικά σημάδια σε γονίδια με πιθανό ρόλο στην μακροζωία μοιράζονται κατά κάποιο τρόπο σε μακρόβια είδη από διαφορετικές ομάδες» κατέληξε η Iannello.