Οι άνδρες μπορούν να πάρουν το ευρέως συνταγογραφούμενο φάρμακο για τον διαβήτη, την μετφορμίνη χωρίς να φοβούνται ότι η λήψη της μπορεί να προκαλέσει γενετικές ανωμαλίες στα παιδιά που θα αποκτήσουν, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μελέτης που δημοσιεύθηκε πρόσφατα.
Παρακολουθώντας περισσότερες από 3 εκατομμύρια εγκυμοσύνες στη Νορβηγία και την Ταϊβάν, οι ερευνητές δεν βρήκαν καμία σχέση μεταξύ των γενετικών ανωμαλιών και της χρήσης μετφορμίνης από τους πατέρες κατά τους τρεις μήνες πριν από τη σύλληψη, που είναι η περίοδος ανάπτυξης του σπέρματος, όπως γράφει το Reuters.
Η μετφορμίνη, ένα σχετικά φθηνό γενόσημο φάρμακο, είναι συνήθως το πρώτο φάρμακο που συνταγογραφείται για τον διαβήτη τύπου 2, την πιο διαδεδομένη μορφή της νόσου.
Μια μελέτη του 2022 από τη Δανία είχε συσχετίσει τη μετφορμίνη με 1,4 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών σε αγόρια των οποίων οι πατέρες έπαιρναν το φάρμακο. Οι μελέτες που έγιναν έκτοτε δεν έχουν επιβεβαιώσει αυτή τη συσχέτιση.
Τον Ιούνιο, ένα ζεύγος μελετών που δημοσιεύθηκαν στο Annals of Internal Medicine έδειξαν ότι ούτε η μητρική ούτε η πατρική χρήση μετφορμίνης αυξάνει τον κίνδυνο συγγενών δυσπλασιών.
Η χρήση δεδομένων από δύο διαφορετικούς πληθυσμούς στη Νορβηγία και την Ταϊβάν ενισχύει τα αποτελέσματα της νέας μελέτης, δήλωσε ο Δρ Allan Pacey, ειδικός σε θέματα ανδρικής αναπαραγωγικής υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το νέο εύρημα ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της χρήσης μετφορμίνης από τον πατέρα και των γενετικών ανωμαλιών στους απογόνους του «έχει νόημα επειδή δεν υπήρξε ποτέ κάποιος εύλογος βιολογικός μηχανισμός που θα μπορούσε να μας οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα», είπε ο Pacey.
«Πιστεύω ότι οι λόγοι που αυτό το νέο έγγραφο δεν βρίσκει σύνδεση, σε σύγκριση με το έγγραφο του 2022 που βρήκε, οφείλεται απλώς στην ποιότητα των δεδομένων», πρόσθεσε ο Pacey, ο οποίος δεν συμμετείχε σε καμία από τις δύο μελέτες.
«Και οι δύο αναλύσεις ήταν επαρκείς αλλά στη νέα μελέτη οι συγγραφείς μπόρεσαν να λάβουν υπόψιν πολλούς περισσότερους συνδετικούς παράγοντες», πρόσθεσε.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στο The BMJ.