Τις τελευταίες ημέρες έχει δημιουργηθεί αρκετός θόρυβος αναφορικά με τη «νόσο Χ», η οποία σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ είναι μια πολύ πιο θανατηφόρα ασθένεια από τον Covid-19.
Η επιστημονική κοινότητα ταυτόχρονα δεν γνωρίζει ότι αυτή η «νόσος Χ» υπάρχει και θεωρεί δεδομένο ότι είτε ήδη υπάρχει είτε πρόκειται να ενσκύψει στο άμεσο ή απώτερο μέλλον. Αυτό οδηγεί σε μερικές «τρομακτικές» δηλώσεις και συζητήσεις στα ΜΜΕ, όπως αυτή στο ΣΚΑΪ με την συμμετοχή της προέδρου της ΕΙΝΑΠ Ματίνας Παγώνη, που ωστόσο δεν χρειάζεται να προκαλούν πανικό.
Η «νόσος Χ» για την οποία γίνεται λόγος καθώς είναι σε εξέλιξη αυτές τις ημέρες στη Γενεύη η 66η Παγκόσμια Σύνοδος του ΠΟΥ, θα ήταν «πιο θανατηφόρος από την COVID-19» όπως περιέγραψε η Μ. Παγώνη, αλλά είναι υποθετική νόσος που χρησιμοποίησε εδώ και πολλά χρόνια η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, προκειμένου να εφαρμόσει σενάρια αντίδρασης και οργάνωσης απέναντι σε μία υποθετική πανδημία.Σε αυτή την υποθετική νόσο εντάσσονται χαρακτηριστικά που να δοκιμάζουν την αντοχή των συστημάτων Υγείας, της επιστημονικής έρευνας για την φαρμακευτική αντιμετώπιση και την παραγωγή εμβολίων, καθώς και σειρά άλλων παραμέτρων μίας υγειονομικής κρίσης. Όπως εκτίμησε η κα Παγώνη, «πιθανότατα θα είναι κάποιος ιός από ζώα, άγρια ή οικόσιτα, που θα μεταδοθεί στον άνθρωπο». Κατά την ίδια θα μπορούσε να είναι «50% ως 70% θανατηφόρος».
ΠΟΥ: Τι λέει για τη «νόσο Χ»
Επισήμως, η «νόσος Χ» υιοθετήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως όρος το 2018, προκειμένου τα επιλεγμένα χαρακτηριστικά της να περιλαμβάνονται στις προτεραιότητες έρευνας και ανάπτυξης σκευασμάτων, υπηρεσιών και βέλτιστων πρακτικών. Επιδίωξη των επιστημόνων είναι με βάση αυτή την προπαρασκευή να συμπτυχθεί ακόμη περισσότερο ο χρόνος από τον αρχικό εντοπισμό ενός νέου παθογενούς παράγοντα μέχρι την παραγωγή και διανομή επαρκούς ποσότητας εμβολίων. Η πρακτική αυτή θεωρείται ότι συνέβαλε στην πρωτοφανή ταχύτητα με την οποία αντιμετωπίστηκε παγκοσμίως η πανδημία covid-19, σε σχέση με παλαιότερες πανδημίες. Ειδικά ως προς τον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, το ρεκόρ αυτό επισήμως είναι οι 326 μέρες, αλλά ο στόχος των επιστημόνων είναι να περιοριστεί δραστικά, ακόμη και στις 100 ημέρες.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, σχεδιάζονται προληπτικά εκδοχές σκευασμάτων που να αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες εκδοχές και παραμέτρους κάποιου παθογενούς παράγοντα, οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται σαν «πηγές» από μία «βιβλιοθήκη εμβολίων». Πρόκειται για μία πρακτική που αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική για την «ευλογιά των πιθήκων» η οποία αντιμετωπίστηκε λόγω της τεράστιας προϋπάρχουσας έρευνας για το παλιό εμβόλιο της «κλασικής» ευλογιάς.