Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη από ερευνητές του Harvard και την Παγκόσμια Συμμαχία για Βελτιωμένη Διατροφή (GAIN), πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού δεν καταναλώνει επαρκείς ποσότητες βασικών μικροθρεπτικών συστατικών, όπως το ασβέστιο, ο σίδηρος και οι βιταμίνες C και E.
Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που προσφέρει παγκόσμιες εκτιμήσεις ανεπαρκούς πρόσληψης για 15 κρίσιμα μικροθρεπτικά συστατικά απαραίτητα για την υγεία.
Οι ανεπάρκειες μικροθρεπτικών συστατικών είναι μία από τις πιο κοινές μορφές υποσιτισμού παγκοσμίως και κάθε ανεπάρκεια έχει τις δικές της συνέπειες στην υγεία, από δυσμενή έκβαση εγκυμοσύνης, τύφλωση και αυξημένη ευαισθησία σε μολυσματικές ασθένειες.
Προηγούμενη έρευνα έχει υπολογίσει τις ποσότητες μικροθρεπτικών συστατικών που είναι διαθέσιμες και καταναλώνονται από τους ανθρώπους. Ωστόσο, αυτή η μελέτη, αξιολογεί εάν αυτές οι προσλήψεις πληρούν τις απαιτήσεις που συνιστώνται για την ανθρώπινη υγεία και εξετάζει τις ανεπάρκειες που αντιμετωπίζουν ειδικά οι άνδρες και οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Η παρούσα έρευνα, εκτιμά την ανεπαρκή πρόσληψη μικροθρεπτικών συστατικών για 34 ηλικιακές ομάδες φύλου σε σχεδόν κάθε χώρα, και παράλληλα καθιστά αυτές τις μεθόδους και τα αποτελέσματα εύκολα προσβάσιμα σε ερευνητές και επαγγελματίες.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από την Παγκόσμια Διατροφική Βάση Δεδομένων, την Παγκόσμια Τράπεζα και έρευνες ανάκλησης διατροφής σε 31 χώρες για να συγκρίνουν τις διατροφικές απαιτήσεις με τη διατροφική πρόσληψη μεταξύ των πληθυσμών 185 χωρών.
Η έρευνα χώρισε τους συμμετέχοντες σε άντρες και γυναίκες που ανήκουν σε 17 διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Η αξιολόγηση μελέτησε δεκαπέντε βιταμίνες και μέταλλα: ασβέστιο, ιώδιο, σίδηρο, ριβοφλαβίνη, φυλλικό οξύ, ψευδάργυρο, μαγνήσιο, σελήνιο, θειαμίνη, νιασίνη και βιταμίνες A, B6, B12, C και E.
Η μελέτη διαπίστωσε σημαντικές ανεπάρκειες πρόσληψης για όλα σχεδόν τα αξιολογούμενα μικροθρεπτικά συστατικά.
Η ανεπαρκής πρόσληψη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη για το ιώδιο (68% του παγκόσμιου πληθυσμού), τη βιταμίνη Ε (67%), το ασβέστιο (66%) και τον σίδηρο (65%).
Περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους κατανάλωναν ανεπαρκή επίπεδα ριβοφλαβίνης, φυλλικού οξέος και βιταμινών C και B6.
Σχετικά με την πρόσληψη νιασίνης, το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού, καταναλώνει ανεπαρκή επίπεδα, ακολουθούμενη από τη θειαμίνη (30%) και το σελήνιο (37%).
Η εκτιμώμενη ανεπαρκής πρόσληψη ιωδίου, βιταμίνης Β12, σιδήρου και σεληνίου ήταν υψηλότερη για τις γυναίκες από τους άνδρες στην ίδια χώρα και την ίδια ηλικιακή ομάδα. Αντίθετα, περισσότεροι άνδρες κατανάλωναν ανεπαρκή επίπεδα ασβεστίου, νιασίνης, θειαμίνης, ψευδαργύρου, μαγνησίου και βιταμινών Α, C και Β6 σε σύγκριση με τις γυναίκες.
Ενώ τα πρότυπα ανεπάρκειας μικροθρεπτικών συστατικών εμφανίστηκαν πιο ξεκάθαρα με βάση το φύλο, οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι οι άνδρες και οι γυναίκες ηλικίας 10-30 ετών ήταν πιο επιρρεπείς σε χαμηλά επίπεδα πρόσληψης ασβεστίου, ειδικά στη Νότια και Ανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική.
Η πρόσληψη ασβεστίου ήταν επίσης χαμηλή στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
«Αυτά τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά», δήλωσαν οι ερευνητές. «Οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και περισσότερο από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως, σε όλες τις περιοχές και χώρες όλων των εισοδημάτων, δεν καταναλώνουν αρκετά από πολλαπλά βασικά μικροθρεπτικά συστατικά. Αυτά τα κενά θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους και περιορίζουν το ανθρώπινο δυναμικό σε παγκόσμια κλίμακα».
Η πρόκληση της δημόσιας υγείας που αντιμετωπίζουμε είναι τεράστια, αλλά οι επαγγελματίες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν την ευκαιρία να εντοπίσουν τις πιο αποτελεσματικές διατροφικές παρεμβάσεις κυρίως για τους πληθυσμούς που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Το θέμα είναι θα γίνει κάτι επί της ουσίας;