Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί από προβλήματα υγείας που αποδυναμώνουν τον καρδιακό μυ, όπως η στεφανιαία νόσος, αλλά και από παράγοντες που συμβάλλουν σε έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής, όπως το κάπνισμα και το αλκοόλ.
Τώρα ερευνητές από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν λένε ότι η απώλεια της όσφρησης ενός ατόμου μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of the American Heart Association.
Πώς η απώλεια όφρησης σχετίζεται με τη γενική υγεία
Οι άνθρωποι αρχίζουν να χάνουν την αίσθηση της όσφρησης καθώς γερνούν. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η οσφρητική δυσλειτουργία αρχίζει να αυξάνεται στα 60 έτη.
«Η απώλεια ή η εξασθένηση της όσφρησης επηρεάζει περίπου το ένα τέταρτο των ηλικιωμένων», δήλωσε στο Medical News Today ο Honglei Chen, PhD, Καθηγητής του Ιδρύματος Ερευνών MSU στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής στο Michigan State University College of Human Medicine, και επικεφαλής συγγραφέας αυτής της μελέτης.
«Η ευαισθητοποίηση του κοινού όμως είναι χαμηλή. Μόλις περίπου το 30% των ατόμων με απώλεια όσφρησης έχουν επίγνωση της κατάστασής τους», σημείωσε.
«Μάθαμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες ότι η απώλεια όσφρησης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς πρώιμους δείκτες της άνοιας και της νόσου του Πάρκινσον», συνέχισε ο Chen. «Είναι ενδιαφέρον ότι τα νέα δεδομένα, υποδηλώνουν ότι η απώλεια όσφρησης μπορεί να έχει πιο βαθιές επιπτώσεις στην υγεία των ηλικιωμένων, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου θανάτου», διευκρίνισε.
Η απώλεια όσφρησης μπορεί επίσης να σχετίζεται με την καρδιαγγειακή υγεία, πρόσθεσε η Keran Chamberlin, διδακτορική ερευνήτρια στην επιδημιολογία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, η οποία συμμετείχε στη μελέτη.
«Για παράδειγμα, τα αρχικά δεδομένα διαπίστωσαν ότι οι υποκλινικές καρδιαγγειακές αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν την όσφρηση των ηλικιωμένων», εξήγησε η Chamberlin στο Medical News Today.
Η απώλεια όσφρησης αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας κατά 30%
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από περίπου 2.500 άτομα στο National Institute on Aging’s Health ABC Study. Οι συμμετέχοντες που εγγράφηκαν για πρώτη φορά σε αυτή τη μελέτη το 1997 και το 1998 ήταν υγιείς ηλικιωμένοι μεταξύ 70 και 79 ετών.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη παρακολουθήθηκαν ξεκινώντας από τη στιγμή που η όσφρησή τους ελέγχθηκε σε μια επίσκεψη σε κλινική το 1999 ή το 2000 για έως και 12 χρόνια ή έως ότου είχαν ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο ή διαπιστώθηκε ο θάνατός τους.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν τα δεδομένα για να δουν εάν μπορούσαν να βρουν μια σχέση μεταξύ της απώλειας όσφρησης και των καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως η καρδιακή προσβολή, το εγκεφαλικό, η καρδιακή ανεπάρκεια, η στηθάγχη ή ο θάνατος από στεφανιαία νόσο.
Συμπερασματικά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες με απώλεια όσφρησης είχαν περίπου 30% αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχασαν την όσφρησή τους.