Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από αϋπνίες. Μάλιστα, σε πολλούς οι διαταραχές ύπνου μπορεί να ξεκινήσουν από την παιδική ηλικία.
Μια ομάδα, με επικεφαλής τους ερευνητές του Penn State στις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι από φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες επηρεάζονται δυσανάλογα από επίμονα συμπτώματα αϋπνίας που ξεκινούν στην παιδική ηλικία και συνεχίζονται μέχρι τη νεαρή ενήλικη ζωή.
Συγκεκριμένα, αυτά τα παιδιά είχαν 2,6 φορές περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν μακροχρόνια προβλήματα ύπνου.
Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη έγκαιρου εντοπισμού των συμπτωμάτων αϋπνίας και παρέμβασης με θεραπεία κατάλληλη ανάλογα με την ηλικία.
«Η αϋπνία είναι ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας», δήλωσε ο Julio Fernandez-Mendoza, καθηγητής στο Penn State College of Medicine. «Έχουμε εντοπίσει ότι περισσότεροι άνθρωποι από όσοι πιστεύαμε υποφέρουν από αϋπνία στην παιδική ηλικία, με τα συμπτώματα να παραμένουν για χρόνια ακόμα και κατά την ενηλικίωσή τους», συμπλήρωσε.
Κακός ύπνος - καρδιομεταβολικές παθήσεις, κατάθλιψη και άγχος
Ο κακός ύπνος συνδέεται με καρδιομεταβολικές παθήσεις, κατάθλιψη και άγχος. Ωστόσο, όσον αφορά τον ύπνο και τα παιδιά, τα συμπτώματα της αϋπνίας δεν λαμβάνονται πάντα σοβαρά υπόψη.
Ο Δρ. Fernandez-Mendoza, τόνισε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι η δυσκολία των παιδιών να αποκοιμηθούν και να έχουν έναν επαρκή και ποιοτικό ύπνο είναι μια φάση που γρήγορα θα ξεπεράσουν.
Η αϋπνία που ξεκινά από την παιδική ηλικία ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο για προβλήματα υγείας. Οι ερευνητές παρακολούθησαν 519 συμμετέχοντες από το Penn State Child Cohort, μια τυχαία, πληθυσμιακή μελέτη που ξεκίνησε το 2000. Οι συμμετέχοντες ήταν παιδιά σχολικής ηλικίας, μεταξύ 5 και 12 ετών, και παρακολουθήθηκαν ως έφηβοι και νεαροί ενήλικες με αξιολογήσεις στην ηλικία των 9, 16 και 24 ετών, αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Κάθε χρονικό σημείο αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό στάδιο ωρίμανσης και ανάπτυξης. Σε κάθε στάδιο, οι συμμετέχοντες, ή οι γονείς τους κατά την παιδική ηλικία, ανέφεραν δυσκολία να κοιμηθούν ή να παραμείνουν για ύπνο και υποβλήθηκαν σε μελέτη ύπνου στο εργαστήριο, όπως αυτή που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της υπνικής άπνοιας ή άλλων διαταραχών ύπνου.
Αυτά τα διαχρονικά δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για να προσδιοριστεί τι συμβαίνει στον ύπνο κατά τη διάρκεια αυτής της συγκεκριμένης περιόδου ζωής.
Άλλωστε οι ερευνητές ήθελαν να εντοπίσουν ακριβώς αυτό: Εάν η αϋπνία που ξεκινά στην παιδική ηλικία υποχωρεί μεγαλώνοντας ή εάν παραμένει.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 23,3% των συμμετεχόντων είχε επίμονα συμπτώματα αϋπνίας, τα οποία παρέμειναν και στα τρία χρονικά σημεία της μελέτης, και το 16,8% ανέπτυξε συμπτώματα αϋπνίας στη νεαρή ενήλικη ζωή, με τους ειδικούς να σημειώνουν ότι «πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στα συμπτώματα της αϋπνίας σε παιδιά και εφήβους».