Διαφωτιστικά είναι τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και της Eurostat ως προς της συχνότητα που οι Ευρωπαίοι πολίτες επισκέπτονται έναν γιατρό. Πρόσφατο δημοσίευμα του Euronews παρουσίασε το θέμα και ανέδειξε τα στοιχεία που υπάρχουν ανάλογα με τη χώρα.
Αρχικά η πανδημία του κορωνοϊού δημιούργησε ένα δύσκολο περιβάλλον για τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, θέτοντας τους επαγγελματίες του ιατρικού τομέα σε τεράστια πίεση και επηρεάζοντας την πρόσβαση σε συμβουλευτικές υπηρεσίες σε πολλές ειδικότητες που δεν σχετίζονται με την Covid-19. Την ίδια ώρα, οι υγειονομικές αρχές εργάζονται για να μειώσουν τους χρόνους αναμονής για επισκέψεις και θεραπείες, ένα πρόβλημα που έχει μεγάλη έκταση στην Ελλάδα. Η ποικιλία που εντοπίζεται στους αριθμούς ανά την Ευρώπη μπορεί να δικαιολογηθεί με τις διαφορές που εντοπίζονται στην παροχή υπηρεσιών υγείας και στις μεθόδους πληρωμής.
Τα τελευταία στοιχεία αφορούν το 2021, και δείχνουν ότι οι πολίτες στη Σλοβακία, τη Γερμανία και την Ουγγαρία πραγματοποίησαν 11,1, 9,6 και 9,4 ετήσιες επισκέψεις για να συμβουλευτούν γιατρό αντίστοιχα. Αυτοί είναι οι υψηλότεροι μέσοι όροι μεταξύ των μελών της ΕΕ. Αντιθέτως, στη Σουηδία (2,3) και στην Ελλάδα (2,7) έκαναν κατά μέσο όρο λιγότερες από 3 επισκέψεις σε γιατρούς το χρόνο, τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ.
Όσον αφορά τη γεωγραφική διαίρεση, οι σκανδιναβικές ευρωπαϊκές χώρες ανέφεραν πολύ μικρότερο αριθμό επισκέψεων γιατρού ανά άτομο. Το 2021, οι άνθρωποι στη Σουηδία επισκέφτηκαν έναν γιατρό 2,3 φορές κατά μέσο όρο, ενώ και η Δανία (3,8), η Νορβηγία (3,9) και η Φινλανδία (4,1) παρουσιάζουν χαμηλή τιμή.
Συνολικά πάντως, σε σύγκριση με τον ετήσιο μέσο όρο 2018–2020, ο μέσος αριθμός επισκέψεων γιατρού μειώθηκε σε 19 από τα 24 μέλη της ΕΕ για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία. Οι εξαιρέσεις ήταν μικρότερη από 5 τοις εκατό αύξηση. Οι μεγαλύτερες μειώσεις στον μέσο αριθμό επισκέψεων γιατρού καταγράφηκαν στην Ιταλία (–39%), στη Λιθουανία (–24%) και στην Ισπανία (–20%).
Γιατί διαφέρουν τόσο πολύ;
Η διαφορά στον μέσο αριθμό επισκέψεων γιατρού ανά άτομο μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών είναι εντυπωσιακή. Το 2021, ο αριθμός αυτός στη Σλοβακία (11) ήταν σχεδόν 5 φορές μεγαλύτερος από αυτόν στη Σουηδία (2,3). Στη Γερμανία (9,6), ο αριθμός των επισκέψεων γιατρών ήταν διπλάσιος από αυτόν της Ισπανίας (4,8).
Οι νοσηλευτές και άλλοι επαγγελματίες υγείας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα κέντρα πρωτοβάθμιας περίθαλψης, μειώνοντας την ανάγκη για επίσκεψη σε γιατρούς σε ορισμένες χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ιρλανδία, σύμφωνα με μια έκθεση του ΟΟΣΑ, η οποία τιτλοφορείται Health at a Glance: Europe 2020: State of Η υγεία στον κύκλο της ΕΕ. «Οι νοσηλευτές μπορούν επίσης να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στη διαχείριση ασθενών με χρόνιες παθήσεις και στην αντιμετώπιση ασθενών με δευτερεύοντα προβλήματα υγείας σε αυτές τις χώρες», αναφέρει η έκθεση.
Ο ρόλος των μηχανισμών πληρωμής
Ορισμένες χώρες όπως η Σλοβακία, η Γερμανία και η Τσεχία, που πληρώνουν τους γιατρούς τους κυρίως με αμοιβή για υπηρεσία, τείνουν να έχουν υψηλότερα ποσοστά συμβουλών από άλλες χώρες όπου οι γιατροί αμείβονται κυρίως με μισθούς όπως στη Φινλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία. «Το επίπεδο της πληρωμής μπορεί επίσης να εξηγήσει ορισμένες από τις διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών», αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, οι συμπληρωματικές πληρωμές ασθενών είναι υψηλές για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στην Ελβετία και την Ιρλανδία, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερες επισκέψεις ανά άτομο.
Πόσες επισκέψεις κάνει ένας γιατρός το χρόνο;
Εξετάζοντας τον εκτιμώμενο αριθμό επισκέψεων ανά γιατρό, τα δεδομένα του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι οι γιατροί είναι εξαιρετικά απασχολημένοι σε ορισμένες χώρες, αναγκασμένοι να βλέπουν περισσότερους ασθενείς από τους συναδέλφους τους σε άλλες χώρες. Το 2021, το ποσοστό αυτό κυμαινόταν από 428 διαβουλεύσεις στην Ελλάδα έως 2.997 στη Σλοβακία. Η Τουρκία κατατάσσεται στην κορυφή με διαφορά μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ στην Ευρώπη, όπου οι γιατροί πραγματοποίησαν περισσότερες από 3.500 επισκέψεις. Αυτός ο αριθμός ήταν ελαφρώς πάνω από 5.000 το 2019.
«Αυτός ο δείκτης δεν πρέπει να λαμβάνεται ως μέτρο της παραγωγικότητας των γιατρών», προειδοποιεί η έκθεση του ΟΟΣΑ, επειδή οι διαβουλεύσεις μπορεί να διαφέρουν ως προς τη διάρκεια και την αποτελεσματικότητα. Εξαιρεί επίσης άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από γιατρούς για νοσοκομειακούς ασθενείς, τον χρόνο που αφιερώνεται στην έρευνα, τη διαχείριση ή τον συντονισμό της περίθαλψης, καθώς και νέους τρόπους αλληλεπίδρασης με ασθενείς.
Το ελληνικό παράδοξο
Σχεδόν στο σύνολο της Ευρώπης παρατηρείται ένα μοτίβο: όπου υπάρχει ισχυρή πρωτοβάθμια φροντίδα, οι επισκέψεις σε γιατρό είναι λιγότερες. Ωστόσο, στην Ελλάδα ούτε έχουμε ισχυρή ΠΦΥ, ενώ είμαστε στις τελευταίες θέσεις των επισκέψεων. Εδώ μπαίνει ο ρόλος του ΕΣΥ. Το σύστημα υγείας της χώρας δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στον πολίτη, ειδικά όταν βλέπει τα νοσοκομεία να είναι γεμάτα ράντζα και τους γιατρούς να εργάζονται σε πολύ κακές συνθήκες. Παράλληλα, οι πολίτες αποφεύγουν να επισκεφθούν γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα για δύο λόγους: πρώτον λόγω οικονομικής αδυναμίας, δεύτερον γιατί ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα δεν μπορεί να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες υγείας με το δημόσιο σύστημα.
Η μείωση της ποιότητας υπηρεσιών υγείας κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αποθαρρύνει τους πολίτες από το να εμπιστευτούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η τεράστια υποστελέχωση και το κύμα φυγής που βλέπουμε καθημερινά πλέον παίζουν σημαντικό ρόλο. Άλλωστε, δεν είναι μακριά η εποχή που η επίσκεψη σε νοσοκομείο προμήνυε αρνητική εξέλιξη. Όπως το σύστημα υγείας δεν είναι ελκυστικό για τους επαγγελματίες του, έτσι σήμερα δεν είναι ούτε για τους πολίτες.