Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που συμμετέχουν τακτικά σε αερόβια προγράμματα γυμναστικής αλλά και σε ασκήσεις ενδυνάμωσης παράλληλα, έχουν καλύτερες επιδόσεις σε γνωστικά τεστ από εκείνους που είτε κάνουν καθιστική ζωή είτε συμμετέχουν μόνο σε ένα είδος άσκησης. Αυτό ήταν το βασικό εύρημα μιας νέας μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό GeroScience.
Στο πλαίσιο της έρευνας αξιολογήθηκαν 184 γνωστικά υγιείς άνθρωποι ηλικίας από 85 έως 99 ετών. Κάθε συμμετέχοντας ανέφερε τις συνήθειες άσκησης που ακολουθεί και υποβλήθηκε σε μια ολοκληρωμένη σειρά νευροψυχολογικών τεστ που σχεδιάστηκαν για να αξιολογήσουν διάφορες πτυχές της γνωστικής λειτουργίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι ενσωμάτωσαν τόσο αερόβιες ασκήσεις, όπως κολύμπι και ποδηλασία, όσο και ασκήσεις ενδυνάμωσης όπως η άρση βαρών στη ρουτίνα τους – ανεξάρτητα από την ένταση και τη διάρκεια – είχαν καλύτερη διανοητική ικανότητα, ταχύτερη σκέψη και μεγαλύτερη ικανότητα να αλλάζουν ή να προσαρμόζουν τη σκέψη τους.
Τα αποτελέσματα για τα άτομα χωρίς σωματική άσκηση
Χρησιμοποιώντας ένα γνωστό εργαλείο γνωστικού ελέγχου που ονομάζεται Montreal Cognitive Assessment, το οποίο παρέχει μια ισορροπημένη άποψη πολλών πτυχών της γνωστικής λειτουργίας, διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που δεν έκαναν καμία σωματική άσκηση σημείωσαν χαμηλότερη βαθμολογία από αυτά που έκαναν ταυτόχρονα προπόνηση cardio και ενδυνάμωσης. Αυτή η διαφορά ήταν μικρή αλλά σημαντική ακόμη και όταν ελέγχονταν άλλοι παράγοντες. Επιπλέον, η ομάδα που έκανε και τους δύο τύπους ασκήσεων τα πήγε καλύτερα σε συγκεκριμένες γνωστικές δραστηριότητες, όπως η κωδικοποίηση συμβόλων.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η μελέτη καθιερώνει μια συσχέτιση μεταξύ ενός μείγματος ασκήσεων αερόβιας προπόνησης και ενδυνάμωσης και υψηλότερων βαθμολογιών γνωστικών τεστ, ο σχεδιασμός της μελέτης δεν επέτρεψε στους ερευνητές να προσδιορίσουν μια αιτιώδη σχέση.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι μια ρουτίνα άσκησης διαφορετικών τύπων σχετίζεται με βελτιωμένη γνωστική λειτουργία σε άτομα που είναι στα τέλη της δεκαετίας του '80 και μετά. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε ως μέρος μιας μεγάλης, πολλαπλής συνεργασίας με το McKnight Brain Research Foundation, το οποίο διαθέτει ινστιτούτα στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα-Μπέρμιγχαμ.