Τα αντιανδρογόνα δεύτερης γενιάς (ΑΑ) για τη θεραπεία του καρκίνου του προστάτη σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο γνωστικών και λειτουργικών τοξικών επιδράσεων, σύμφωνα με τα αποτελέσματα συστηματικής ανασκόπησης και μετα-ανάλυσης. Σε 12 τυχαιοποιημένες μελέτες που περιελάμβαναν περισσότερους από 13.000 ασθενείς, παρατηρήθηκαν αυξημένοι κίνδυνοι γνωστικών τοξικών επιδράσεων (λόγος κινδύνου και κόπωσης σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ΑΑ δεύτερης γενιάς σε σύγκριση με εκείνους που δεν έλαβαν, ανέφεραν ο Kevin T. Nead, MD, MPhil, από το Κέντρο Καρκίνου MD Anderson του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Χιούστον, και οι συνεργάτες του.
Τα ευρήματα ήταν συνεπή όταν η ανάλυση περιορίστηκε σε μελέτες που περιλάμβαναν παραδοσιακή ορμονοθεραπεία και στα δύο σκέλη της θεραπείας για γνωστικές τοξικές επιδράσεις και κόπωση σημείωσαν στο JAMA Oncology. Διαπίστωσαν επίσης ότι η μεγαλύτερη μέση ηλικία σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο κόπωσης με τα ΑΑ δεύτερης γενιάς.
Επιπλέον, η χρήση των ΑΑ συσχετίστηκε με αυξημένες πτώσεις. Ο παρατηρούμενος αυξημένος κίνδυνος πτώσεων - ο οποίος περιελάμβανε εκείνες που απαιτούσαν νοσηλεία και επεμβατικές παρεμβάσεις - «υποδεικνύει τη σημασία της συμβουλευτικής των ασθενών σχετικά με τον κίνδυνο πτώσης και της εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά περίπτωση», δήλωσαν ο Nead και η ομάδα του. «Εξ όσων γνωρίζουμε, αυτά τα αποτελέσματα είναι τα πρώτα που υποδηλώνουν συσχέτιση μεταξύ των ΑΑ δεύτερης γενιάς και των γνωστικών και λειτουργικών τοξικών επιδράσεων με βάση δεδομένα από προοπτικές RCTs [τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές]», έγραψαν οι συγγραφείς.
Ελαχιστοποίηση των ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων από τον καρκίνο του προστάτη
«Η εργασία μας υποστηρίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα προκειμένου να καθοριστεί ο τρόπος εντοπισμού, πρόληψης και θεραπείας των γνωστικών και λειτουργικών τοξικών επιδράσεων σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με ΑΑ δεύτερης γενιάς». Ο Nead και η ομάδα του δήλωσαν ότι τα ευρήματά τους έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη φροντίδα των ασθενών. «Τελικά, ο στόχος της θεραπείας του καρκίνου του προστάτη είναι να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των ασθενών, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον κίνδυνο ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων, και αυτή η μελέτη παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την επίτευξη αυτού του στόχου», έγραψαν.
Επί του παρόντος, υπάρχουν τέσσερα ΑΑ δεύτερης γενιάς εγκεκριμένα από τον FDA για τον μεταστατικό ορμονοευαίσθητο καρκίνο του προστάτη: αμπιρατερόνη (Zytiga), ενζαλουταμίδη (Xtandi), απαλουταμίδη (Erleada) και δαρολουταμίδη (Nubeqa). Ενώ αυτοί οι παράγοντες έχουν βελτιώσει την επιβίωση των ασθενών, ο Nead και οι συνεργάτες του σημείωσαν ότι τα αναδρομικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυτών των φαρμάκων και δυσμενών γνωστικών και λειτουργικών αποτελεσμάτων.
Η έρευνα για τον καρκίνο του προστάτη
Ωστόσο, πρόσθεσαν, «απαιτούνται περαιτέρω δεδομένα από προοπτικές δοκιμές». Η συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση που πραγματοποίησαν περιελάμβανε 12 μελέτες με 13.524 ασθενείς, οι οποίες ήταν όλες πολυεθνικές με συλλογή δεδομένων που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2008 και 2021. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν μεταστατικό και μη μεταστατικό καρκίνο του προστάτη κατά την εγγραφή, με μέση ηλικία σε όλες τις μελέτες 67 έως 74 ετών τόσο στο σκέλος της παρέμβασης όσο και στο σκέλος ελέγχου. Ο χρόνος παρακολούθησης των μελετών κυμαινόταν από 3,9 έως 48 μήνες.
Ο Nead πάντως και οι συνεργάτες του αναγνώρισαν αρκετούς περιορισμούς στη μελέτη τους. «Επειδή η χρήση των ΑΑ δεύτερης γενιάς γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη στη θεραπεία του καρκίνου του προστάτη, υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη να εντοπιστούν και να αντιμετωπιστούν τα άτομα που εμφανίζουν ανεπιθύμητες γνωστικές επιδράσεις», σημείωσαν, προσθέτοντας ότι οι έγκαιρες παρεμβάσεις για αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να είναι εφικτές, δεδομένου ότι έχουν τακτική έκθεση στην υγειονομική περίθαλψη.
Σε ένα σχόλιο που συνοδεύει τη μελέτη, η Alexandra O. Sokolova, MD και η Julie N. Graff, MD, και οι δύο από το Knight Cancer Institute στο Oregon Health & Science University στο Πόρτλαντ, συμφώνησαν ότι τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τους κινδύνους και τα οφέλη όταν συνταγογραφούν αυτές τις θεραπείες για μεμονωμένους ασθενείς.