Κάθε χρόνο στην σημειώνονται περίπου χιλιάδες αιφνίδιοι θάνατοι. Υπάρχουν διάφοροι τύποι αιφνίδιου θανάτου, αν και όλοι συμβαίνουν χωρίς προφανή αιτία.
Όπως εξηγεί στο CuídatePlus ο Miguel Enrique del Valle, πρόεδρος της Ισπανικής Εταιρείας Αθλητιατρικής και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Οβιέδο, «αιφνίδιος θάνατος είναι αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα λόγω φυσικής, μη τραυματικής ή μη βίαιης αιτίας».
Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος «συνίσταται σε μια απότομη, μη τραυματική και απροσδόκητη καρδιακή ανακοπή που εμφανίζεται εντός 6 ωρών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων» και ο αιφνίδιος θάνατος στους αθλητές «είναι αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ή μιας προπόνησης ή όταν τα συμπτώματα που προκαλούν το θάνατο εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή την ώρα που ακολουθεί την αθλητική προπόνηση».
Ο τελευταίος είναι η πιο συχνή αιτία απροσδόκητου θανάτου ενός αθλητή κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ή μιας προπόνησης, λέει ο ειδικός, «και μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε άθλημα. Είναι δευτεροπαθής σε καρδιακή νόσο, συνήθως συγγενούς αιτιολογίας (σε νέους) ή δευτεροπαθής σε στεφανιαία αρτηριοσκλήρυνση σε ηλικιωμένους αθλητές».
Σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο να υποπτευθεί κανείς ότι ένας αθλητής κινδυνεύει από αιφνίδιο θάνατο, καθώς σχεδόν το 90% αυτών «συμβαίνουν σε άτομα που έχουν κάποια προϋπάρχουσα καρδιακή ανωμαλία και τα περισσότερα από αυτά δεν παρουσιάζονται κλινικά».
Προκαταρκτικά συμπτώματα αιφνίδιου καρδιακού θανάτου
Στους νέους ανθρώπους μπορεί να συμβεί χωρίς κανένα προαγγελικό σύμπτωμα, οπότε υπάρχουν λίγες ενδείξεις για να υποψιαστεί κανείς τον κίνδυνο. «Ο μόνος τρόπος για να εντοπιστούν οι αθλητές που διατρέχουν κίνδυνο είναι να γίνει προληπτικός έλεγχος με ιατρικές εξετάσεις και άλλες εξετάσεις, αν και υπάρχουν πολλές αιτίες που μπορούν να οδηγήσουν σε αιφνίδιο θάνατο οπότε είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν όλες», λέει ο ειδικός στην αθλητιατρική, αν και είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις «μπορεί να υπάρχουν ενδείξεις μεταξύ των οποίων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το οικογενειακό ιστορικό».
Αυτό που είναι σημαντικό για να προλάβουμε, ως ένα βαθμό, τον αιφνίδιο θάνατο είναι να δίνουμε προσοχή στα μη φυσιολογικά συμπτώματα. Όπως επισημαίνει ο ειδικός, μπορεί να εμφανιστούν πριν από τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο:
- Πόνοι στο στήθος (στηθάγχη)
- Συγκοπή
- Δυσπνοία κατά την προσπάθεια (δύσπνοια).
- Αίσθημα παλμών
- Απώλεια συνείδησης
- Υψηλή αρτηριακή πίεση
- Αρρυθμίες.
Ελλείψει συμπτωμάτων, θα πρέπει να αξιολογούνται οι μεταβολές του ΗΚΓ (προβλήματα αγωγής σε κλάδους, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αρρυθμίες, καναλοπάθειες, υπερτροφία κ.λπ.)
Είναι πολύ σημαντικό να αναζητηθεί το οικογενειακό ιστορικό (οικογενειακό ιστορικό ΣΚΠ ή καρδιοπάθειας) ή το προσωπικό ιστορικό.
Επίσης, προσθέτει ο Del Valle, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ηλικία: »Στα άτομα κάτω των 35 ετών, η ετήσια επίπτωση αιφνίδιου θανάτου υπολογίζεται σε 1/160.000, ενώ στα άτομα άνω των 35 ετών είναι 1/18.000/έτος».
- Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια (η συχνότερη αιτία αιφνίδιου θανάτου σε αθλητές, σύμφωνα με ορισμένες στατιστικές).
- αρρυθμιογόνος δυσπλασία της δεξιάς κοιλίας (πολύ συχνή στην Ευρώπη)
- ανώμαλη προέλευση των στεφανιαίων αρτηριών
- πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας
- σύνδρομο Brugada
- σύνδρομο Wolff-Parkinson-White (WPW).
- Συγγενές σύνδρομο μακρού QT
- Σύνδρομο Marfan
- Μυοκαρδίτιδα.
Οι περισσότερες από αυτές τις ασθένειες «είναι γενετικές ή συγγενείς και μπορεί να επηρεάσουν τον καρδιακό μυ (μυοκαρδιοπάθειες) ή την ηλεκτρική αγωγιμότητα της καρδιάς (καναλοπάθειες)», σημειώνει.
Σε άτομα ηλικίας άνω των 30-35 ετών, οι συχνότερες αιτίες αιφνίδιου θανάτου που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι
- Στεφανιαία νόσος
- Μυοκαρδίτιδα ή σύνδρομο μακρού QT.
Ο αιφνίδιος θάνατος μπορεί επίσης να προκληθεί από άλλες αιτίες που δεν σχετίζονται με καρδιακά θέματα, όπως «θερμοπληξία, ρήξη ανευρύσματος ή εγκεφαλικό επεισόδιο». Έτσι, αναφέρει ο ειδικός, «οι ακραίες περιβαλλοντικές αλλαγές (θερμοκρασία, υψόμετρο κ.λπ.) που προστίθενται στο στρες που δημιουργείται σε αθλήματα με υψηλή συναισθηματική συνιστώσα μπορεί να αυξήσουν τη ζήτηση Ο2 του μυοκαρδίου και τον κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου σε ευαίσθητους αθλητές».
Πότε ο αθλητισμός πρέπει να απαγορεύεται
Σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρει ο Del Valle, «υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος καρδιαγγειακών παθήσεων των οποίων η ύπαρξη αποτελεί απόλυτη αντένδειξη για τον αθλητισμό». Σε ορισμένες περιπτώσεις, λέει, «επιτρέπονται αθλήματα με χαμηλή στατική και δυναμική διέγερση και υπάρχουν καρδιοαναπνευστικές παθήσεις με προσωρινές αντενδείξεις».
Σύμφωνα με τον αθλητίατρο, «στις περισσότερες περιπτώσεις, ο ανταγωνιστικός αθλητισμός δεν συνιστάται μετά τη διάγνωση καρδιακής διαταραχής δυνητικά ικανής να προκαλέσει αιφνίδιο θάνατο». Ωστόσο, όπως επισημαίνει, «τα ισχύοντα κριτήρια για την απαγόρευση της αθλητικής άσκησης λόγω κινδύνου αιφνίδιου θανάτου λαμβάνουν υπόψη τον αθλητή και όχι την ασθένεια, οπότε πρέπει να εξατομικεύονται».
Για το σκοπό αυτό, «πρέπει να αξιολογούνται οι κίνδυνοι και τα πιθανά οφέλη που συνεπάγεται η προπόνηση και η συμμετοχή σε ανταγωνιστικά αθλήματα, καθώς και οι διάφορες εναλλακτικές λύσεις θεραπείας» και ο αθλητής και το περιβάλλον του «πρέπει να είναι σαφείς σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται η άσκηση του αθλητισμού σε κάθε περίπτωση».
Είναι σαφές ότι σε ορισμένες ασθένειες ο αθλητής πρέπει να εγκαταλείψει τον επαγγελματικό αθλητισμό, αλλά σε σχέση με ορισμένες παθολογίες «δεν έχουμε μελέτες επαρκούς ποιότητας που να μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια με την άσκηση αθλημάτων υψηλής έντασης». Ως εκ τούτου, η συμβουλή του είναι «να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά την έγκριση του αγωνιστικού αθλητισμού».
Σε κάθε περίπτωση, οι αθλητές με αυτές τις παθολογικές καταστάσεις «θα πρέπει να τίθενται στα χέρια ειδικού καρδιολόγου για την εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας, καθώς με αυτήν, πολλοί αθλητές μπορούν να επιστρέψουν σε αθλητισμό υψηλού επιπέδου».
Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη θεραπεία σε κάθε περίπτωση, «η μη ανταγωνιστική σωματική άσκηση μέτριας έντασης είναι ευεργετική για τους περισσότερους ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου».
Δοκιμές για αθλητές
Δεδομένου ότι πολλές από τις καρδιακές παθήσεις που προκαλούν αιφνίδιο θάνατο στους αθλητές δεν έχουν προειδοποιητικά συμπτώματα, η ενεργητική πρόληψη μέσω της έγκαιρης διάγνωσης των καρδιακών παθολογιών κινδύνου είναι πολύ σημαντική.
Αυτό συνεπάγεται, κυρίως, «τη διενέργεια αθλητιατρικών εξετάσεων για την έγκαιρη ανίχνευση παθήσεων με υψηλό κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου (καρδιαγγειακός έλεγχος)».
Αν και ορισμένες ιατρικές εταιρείες θεωρούν ότι ένα ερωτηματολόγιο όπως το PAR-Q (Ερωτηματολόγιο ετοιμότητας για σωματική δραστηριότητα) μπορεί να είναι επαρκές για την ανίχνευση αυτού του προβλήματος, η Ισπανική Εταιρεία Αθλητιατρικής (Semed) και η Ισπανική Καρδιολογική Εταιρεία θεωρούν ότι η αθλητιατρική εξέταση διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην πρόληψη του αιφνίδιου θανάτου.
Η εξέταση αυτή, εξηγεί ο Del Valle, «πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από το οικογενειακό και προσωπικό ιστορικό (ιατρικό ιστορικό), μια φυσική εξέταση που περιλαμβάνει ακρόαση και ένα ΗΚΓ 12 απαγωγών σε ηρεμία». Ανάλογα με τις περιστάσεις, «θα πρέπει επίσης να διενεργείται ελεγχόμενη δοκιμασία καταπόνησης και υπερηχοκαρδιογράφημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, απαιτούνται ειδικές εξετάσεις, όπως ένα 24ωρο Holter ΗΚΓ ή μαγνητική τομογραφία καρδιάς».
Κατά γενικό κανόνα θα πρέπει να γίνεται:
Σε ασκούμενους με σωματική δραστηριότητα/αθλητισμό χωρίς ιστορικό ΣΚΠ θα έπρεπε να γίνει αθλητιατρική εξέταση με ΗΚΓ 12 απαγωγών, αλλά αν έχουν οικογενειακό ιστορικό ΣΚΠ θα έπρεπε να προστεθεί η δοκιμασία κοπώσεως.
Στους ομοσπονδιακούς αθλητές που έχουν ήδη περισσότερες απαιτήσεις, θα πρέπει να γίνεται αθλητιατρική εξέταση με ΗΚΓ και τεστ κοπώσεως σε αθλητές άνω των 35 ετών, καθώς και σε αθλητές κάτω των 35 ετών με ιστορικό ΣΚΠ (και θα πρέπει να περιλαμβάνεται και υπερηχοκαρδιογράφημα).
Σε αθλητές και αθλήτριες υψηλού επιπέδου, μια μαγνητική τομογραφία + ηλεκτροκαρδιογράφημα + δοκιμασία καταπόνησης θα ήταν καθολική υποχρέωση, ενώ θα συνιστούσε και ηχοκαρδιογράφημα.
Όπως αναφέρει ο Del Valle, «η ηχοκαρδιογραφία παρέχει μεγάλη ευαισθησία στην ανίχνευση ορισμένων καρδιακών δομικών αλλοιώσεων που μπορεί να μην εντοπιστούν με τη φυσική εξέταση και το ΗΚΓ. Ορισμένες καναλοπάθειες έχουν φυσιολογικά ΗΚΓ και για την αποκάλυψή τους πρέπει να διενεργηθεί δοκιμασία κοπώσεως ή φαρμακολογική δοκιμασία».
Ωστόσο, υπάρχουν νόσοι που δεν είναι εμφανείς σε αυτές τις εξετάσεις ή που παρουσιάζονται οξέως μετά από αυτές τις εξετάσεις, όπως η μυοκαρδίτιδα ή το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, και δεν μπορούν να εντοπιστούν.
Μπορεί να προληφθεί ο αιφνίδιος θάνατος;
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί και να προληφθεί ο αιφνίδιος θάνατος, αλλά όχι αδύνατο. Για την πρόληψη πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:
- Προσδιορισμός παθολογικών καταστάσεων με κίνδυνο αιφνίδιου θανάτου και ειδική πρόληψή τους σε αθλητές.
- Αξιολόγηση των συμπτωμάτων κινδύνου, όπως απώλεια συνείδησης ή ασυνήθιστη ζάλη, πόνος στο στήθος, αίσθημα παλμών, ασυνήθιστη κόπωση.
- Αποφυγή επικίνδυνων περιβαλλοντικών συνθηκών.
- Αποφυγή της χρήσης αναβολικών στεροειδών, πεπτιδικών ορμονών και διεγερτικών που μπορεί να οδηγήσουν σε επίκτητη καρδιακή νόσο στους αθλητές.
- Διδασκαλία και διάδοση των τεχνικών καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ).
- Γενίκευση της χρήσης αυτόματων απινιδωτών (AED) σε αθλητικά κέντρα και σε όλους τους τύπους αγώνων.
- Ο έλεγχος κάθε 2 χρόνια θεωρείται επαρκής στις περισσότερες περιπτώσεις, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις (υψηλός ανταγωνισμός, αλλαγές στην κλινική κατάσταση ή νέα συμπτώματα...) είναι απαραίτητο να αυξηθεί η συχνότητα αυτών των ελέγχων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για την αποφυγή του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου «πρέπει πάντα να έχουμε αυτόματους εξωτερικούς απινιδωτές στα γήπεδα και τα αθλητικά κέντρα όπου λαμβάνουν χώρα αθλητικές δραστηριότητες, εκτός από την παρουσία προσωπικού εκπαιδευμένου στη βασική καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση».