Αυτό είναι το υψηλότερο μέρος στη Γη που ζουν άνθρωποι - Οι προκλήσεις στην υγεία τους

Αυτό είναι το υψηλότερο μέρος στη Γη που ζουν άνθρωποι - Οι προκλήσεις στην υγεία τους
Κυριακή, 26/05/2024 - 08:06

Τι λένε οι ειδικοί για την υγεία των 50.000 κατοίκων που ζουν στις Περουβιανές Άνδεις και σε υψόμετρο άνω των 5.000μ.

Σε όλο τον κόσμο, περισσότεροι από 80 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε υψόμετρα άνω των 2.500 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, κυρίως στη Νότια Αμερική, την Κεντρική Ασία και την Ανατολική Αφρική, αντιμετωπίζοντας σοβαρές προκλήσεις για την υγεία τους. Μερικοί μάλιστα από τους υψηλότερους μόνιμους οικισμούς περιλαμβάνουν το Wenquan στην επαρχία Qinghai της Κίνας, σε υψόμετρο 4.870μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και το Korzok στην Ινδία στα 4.572μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Ωστόσο, ένα μέρος είναι πάνω από όλα και δεν είναι άλλο από τις Περουβιανές Άνδεις όπου βρίσκεται μια πόλη που έχει το παρατσούκλι «Παράδεισος του Διαβόλου». Η επίσημη ονομασία του, σύμφωνα με το livescience.com είναι «La Rinconada», με τους 50.000 κατοίκους να ζουν μεταξύ 5.000μ. και 5.300μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, καθιστώντας την τον υψηλότερο μόνιμο οικισμό στη Γη.

Η ζωή στη Λα Ρινκονάντα δεν είναι απλή, αλλά εξαιρετικά δύσκολη. Δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό, αποχετευτικό δίκτυο και αποκομιδή σκουπιδιών. Τα τρόφιμα έρχονται από περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο και το ρεύμα εγκαταστάθηκε στην πόλη μόνο τη δεκαετία του 2000.

Η πόλη είναι γνωστή για την εξόρυξη χρυσού, αφού ξεκίνησε ως προσωρινός οικισμός εξόρυξης πριν από περισσότερα από 60 χρόνια.

Ασθένεια του βουνού

Ωστόσο, όπως όλοι μας μπορούμε να φανταστούμε τα προβλήματα υγείας των κατοίκων δεν είναι και λίγα. Μια από τις πρώτες αλλαγές που θα παρατηρούσατε αν βρισκόσασταν σε τέτοια υψόμετρα είναι η αύξηση του ρυθμού της αναπνοής και των παλμών της καρδιάς σας. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει λιγότερο οξυγόνο στον αέρα, επομένως οι πνεύμονες και η καρδιά εργάζονται σκληρότερα για να θρέψουν τους ιστούς.

«Μέχρι να φτάσετε στα 4500 μέτρα, η ίδια αναπνοή σε σχέση με το σπίτι σας σε μια πόλη έχει περίπου το 60% των μορίων οξυγόνου», δηλώνει η Cynthia Beall επίτιμη καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve στο Οχάιο.

Στην αρχή, το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης -της πρωτεΐνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια που μεταφέρει οξυγόνο- στο αίμα θα πέσει κατακόρυφα, ενώ όσο μεγαλύτερο είναι το υψόμετρο, τόσο ισχυρότερες θα είναι όλες αυτές οι αντιδράσεις.

Μερικοί άνθρωποι μπορεί να αναπτύξουν μια κατάσταση που ονομάζεται οξεία ασθένεια του βουνού (AMS) καθώς το σώμα προσπαθεί να προσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου. Αυτό μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, κόπωση, ναυτία και απώλεια όρεξης.

«Συνήθως μετά από περίπου μία ή δύο εβδομάδες σε μεγάλο υψόμετρο, ο καρδιακός ρυθμός και η αναπνοή ενός ατόμου θα ηρεμήσουν ελαφρώς καθώς το σώμα αρχίζει να παράγει περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια και αιμοσφαιρίνη για να αντισταθμίσει τα χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στον αέρα» συμπλήρωσε η καθηγήτρια.

Προσαρμογή στο υψόμετρο

Ωστόσο, οι κάτοικοι τη La Rinconada, έχουν φαινομενικά προσαρμοστεί σε περιβάλλοντα χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο με πολλούς τρόπους.
«Υπάρχουν αρκετά καλά στοιχεία, από όλο τον κόσμο, για όσους ζουν σε μεγάλα υψόμετρα. Παρατηρούνται, δηλαδή, είτε ελαφρές είτε πολύ μεγάλες αυξήσεις στον όγκο των πνευμόνων, ιδιαίτερα πριν από την εφηβεία», είπε επίσης η Beall.

Οι κάτοικοι των Άνδεων, για παράδειγμα, έχουν γενικά υψηλή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στο αίμα τους που το κάνει πιο παχύρευστο. Αν και αυτό τους επιτρέπει να μεταφέρουν περισσότερο οξυγόνο στο αίμα τους, σημαίνει επίσης ότι είναι ευάλωτοι στην ανάπτυξη μιας πάθησης που ονομάζεται χρόνια ασθένεια του βουνού (CMS). Αυτό συμβαίνει όταν το σώμα παράγει υπερβολική ποσότητα ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Το CMS μπορεί να συμβεί σε άτομα που ζουν σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 3.050 μέτρα για πολλούς μήνες ή χρόνια και προκαλεί συμπτώματα όπως κόπωση, δύσπνοια και πόνους. Περίπου ένας στους τέσσερις ανθρώπους στη La Rinconada εκτιμάται ότι πάσχει από CMS.

Η καλύτερη θεραπεία για το CMS είναι να βρεθούν σε χαμηλότερο υψόμετρο, ανέφερε από την πλευρά του επίσης στο στο Live Science η Tatum Simonson , αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο. Ωστόσο, αυτή δεν είναι πάντα μια βιώσιμη λύση εάν κάποιος έχει όλα τα προς το ζην σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Η τακτική αιμορραγία και η λήψη ενός φαρμάκου που ονομάζεται ακεταζολαμίδη, το οποίο μειώνει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων, μπορεί να προσφέρει κάποια ανακούφιση σε ασθενείς με CMS, αν και η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα αυτών των θεραπειών μακροπρόθεσμα είναι ακόμα άγνωστη.

«Οι Θιβετιανοί που ζουν στα βουνά, από την άλλη πλευρά, παρά το γεγονός ότι ζουν επίσης σε μεγάλα υψόμετρα, δεν έχουν υψηλές συγκεντρώσεις αιμοσφαιρίνης και επομένως διατρέχουν χαμηλό κίνδυνο να αναπτύξουν CMS. Αντίθετα, πιστεύεται ότι έχουν προσαρμοστεί σε περιβάλλοντα χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο έχοντας υψηλότερη ροή αίματος στο σώμα τους», συμπλήρωσε η Beall.

Συγκεκριμένα, οι Θιβετιανοί φέρουν μια μετάλλαξη σε ένα γονίδιο που ονομάζεται EPAS1 που μειώνει την ποσότητα της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Αυτή η μετάλλαξη πιστεύεται ότι κληρονομήθηκε από τους προγόνους τους, τους Denisovans . Μεταλλάξεις στο EPAS1 έχουν επίσης βρεθεί πρόσφατα σε μια ομάδα ορεινών των Άνδεων, την οποία οι επιστήμονες προσπαθούν τώρα να διερευνήσουν περαιτέρω.

Δείτε το σχετικό βίντεο

{https://www.youtube.com/watch?v=RLPPiiG3seM}

Τελευταία τροποποίηση στις 26/05/2024 - 08:06