Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ενθαρρύνει τις υγειονομικές αρχές να προχωρούν στον ετήσιο προληπτικό εμβολιασμό έναντι της γρίπης, επειδή κατά την περίοδο του φθινοπώρου αναμένουμε έξαρση των αναπνευστικών ιώσεων και ιδιαιτέρως του ιού της γρίπης στο Βόρειο Ημισφαίριο.
Μάλιστα, τονίζει τη σημασία του εμβολιασμού για τα άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσο και δυσμενή έκβαση όπως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, άτομα με συνυπάρχουσες χρόνιες παθήσεις ή/και ανοσοκαταστολή, καθώς και οι έγκυες.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης, Μαρία Καπαρέλου και Θάνος Δημόπουλος (καθηγητής Θεραπευτικής - Ογκολογίας - Αιματολογίας), συνοψίζουν τις κατευθυντήριες οδηγίες για τον αντιγριπικό εμβολιασμό.
Στη χώρα μας, οι συστάσεις αντιγριπικού εμβολιασμού για τη φετινή περίοδο περιλαμβάνουν πληθυσμιακές ομάδες με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσο ή/και επιπλοκές, σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών.
Σε αυτές τις ομάδες περιλαμβάνονται άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, παιδιά 6 μηνών και άνω και ενήλικες με χρόνια συστηματικά νοσήματα και ανοσοκαταστολή, έγκυες, άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία, υγειονομικό προσωπικό, κλειστοί πληθυσμοί όπως στρατόπεδα, σωφρονιστικά καταστήματα, άτομα που έρχονται σε επαφή με πτηνά ή χοίρους, καθώς και φροντιστές ατόμων υψηλού κινδύνου.
Συνολικά, θα κυκλοφορήσουν 6 διαφορετικά τετραδύναμα εμβόλια για ενδομυική χορήγηση, 2 εκ των οποίων είναι ενισχυμένα και απευθύνονται σε άτομα 60 ετών και άνω, ως ακολούθως:
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να χορηγείται έγκαιρα και πριν την αναμενόμενη έξαρση των κρουσμάτων γρίπης, δεδομένου ότι απαιτούνται περίπου 2 εβδομάδες για την επίτευξη ανοσολογικής απάντησης. Κατά προτίμηση ο εμβολιασμός θα πρέπει να ολοκληρώνεται τουλάχιστον 4 - 6 εβδομάδες προ της ενάρξεως του ετήσιου επιδημικού κύματος της γρίπης στην Ελλάδα (δηλαδή στα μέσα-μέχρι τέλος Νοεμβρίου), σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός γενικά περιλαμβάνει 1 μόνο δόση του εμβολίου ετησίως. ΄
Ασθενείς με καρκίνο
Οι ασθενείς που πάσχουν από νεοπλασματικές παθήσεις και λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή, συνήθως παρουσιάζουν ανοσοκαταστολή. Με το όρο ανοσοκαταστολή αναφερόμαστε στη δυσλειτουργία ή καταστολή της φυσιολογικής λειτουργίας της κυτταρικής ή της χυμικής ανοσίας ή και των δύο.
Αυτοί οι ασθενείς, δεν πρέπει να εμβολιάζονται με εμβόλια που περιέχουν ζώντες εξασθενημένους ιούς. Τα εμβόλια θα πρέπει να χορηγούνται πριν από την προγραμματισμένη αντινεοπλασματική θεραπεία, εάν είναι εφικτό. Ειδικά τα αδρανοποιημένα εμβόλια θα πρέπει να χορηγούνται τουλάχιστον 2 εβδομάδες πριν από την θεραπευτική αγωγή.
Η ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό μπορεί να είναι μειωμένη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως όταν πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια χορήγησης χημειοθεραπευτικών φαρμάκων ή σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Η βιβλιογραφία δείχνει ότι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή με παράγοντες που στοχεύουν τα Β-λεμφοκύτταρα έχουν μειωμένη ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό έως και 6 μήνες από την τελευταία χορήγηση της θεραπείας.
Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση μυελού των οστών πρέπει να εμβολιάζονται με το αντιγριπικό εμβόλιο εφόσον έχουν παρέλθει 6 μήνες από τη μεταμόσχευση.
Σε περιπτώσεις όπως τις παραπάνω, όπου αναμένεται πτωχή ανοσολογική απόκριση στον εμβολιασμό ή/και μειωμένη διάρκεια προστασίας από το αντιγριπικό εμβόλιο, μπορεί να συστήνεται αναμνηστικός εμβολιασμός μετά από 1 ή 2 μήνες για ενίσχυση της ανοσολογικής απόκρισης, ανά περίπτωση και πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού.
Τέλος, σημειώνεται η ανάγκη εμβολιασμού των φροντιστών και του στενού οικογενειακού και κοινωνικού περίγυρου των ασθενών σε ανοσοκαταστολή.