O ΕΟΔΥ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αναφέρεται στη «νόσο Χ» και στο κατά πόσο αυτή μπορεί να προκαλέσει μια νέα πανδημία.
Στην ίδια ανακοίνωση, αναφέρεται μια λίστα από γνωστά στην επιστήμη παθογόνα με πανδημικό δυναμικό, όπως για παράδειγμα ο ιός Έμπολα ή οι ιοί της γρίπης των πουλερικών.
Τέλος αναφέρεται στον κορωνοϊό και τονίζει ότι δεν αποτελεί πλέον παγκόσμια έκτακτη ανάγκη – αλλά συνεχίζει να αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία.
Η ανακοίνωση του ΕΟΔΥ
Σε τακτική επιστημονική συνάντηση του ΕΟΔΥ συζητήθηκε η πρόσφατη ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την άγνωστο νόσο Χ και τον κίνδυνο νέας πανδημίας.
Στην ανακοίνωση, πέραν της διαπίστωσης πως η πανδημία COVID-19 δεν αποτελεί πλέον παγκόσμια έκτακτη ανάγκη – αλλά συνεχίζει να αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία – αναφέρεται μια λίστα από γνωστά στην επιστήμη παθογόνα με πανδημικό δυναμικό, όπως για παράδειγμα ο ιός Έμπολα ή οι ιοί της γρίπης των πουλερικών. O ΠΟΥ επιπρόσθετα αναφέρεται στην πιθανότητα, μια νέα πανδημία να προκληθεί από μια υποτιθέμενη και «άγνωστη νόσο Χ», που προς το παρόν δεν έχει ταυτοποιηθεί.
Οι ανακοινώσεις του ΠΟΥ για γνωστά και άγνωστα πιθανά αίτια μελλοντικής πανδημίας είναι χρήσιμο να ερμηνεύονται και να επικοινωνούνται με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελούν μέρος της εγρήγορσης και ετοιμότητας, αλλά πολύ περισσότερο της βούλησης και δέσμευσης όλων των εμπλεκόμενων φορέων για την αντιμετώπιση μιας γνωστής ή ενδεχόμενης νέας απειλής για τη δημόσια υγεία.
Τι είναι η νόσος Χ;
Η νόσος Χ δεν είναι ένα γεγονός. Είναι ένα υποθετικό σενάριο, που όμως βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας. Είναι σαν μία άσκηση συναγερμού, η οποία βοηθάει την παγκόσμια ιατρική κοινότητα να είναι έτοιμη σε μία ενδεχόμενη νέα πανδημία, όποτε κι αν εμφανιστεί. Γι αυτό και ο πανικός που έκανε την εμφάνισή του όταν η Ματίνα Παγώνη μίλησε για το ενδεχόμενο η νόσος Χ να έχει 70% μεγαλύτερη θνησιμότητα συγκριτικά με τον κορωνοϊό, είναι κάπως υπερβολικός και αδικαιολόγητος. Άλλωστε και η ίδια η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ συνέστησε ηρεμία. Σε κάθε περίπτωση, η νόσος Χ είναι ένα εργαλείο ώστε τα συστήματα υγείας να είναι έτοιμα να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του μέλλοντος. Μάλιστα, συνέβαλε και στην περίπτωση του κορωνοϊού, καθώς η παγκόσμια ιατρική κοινότητα είχε αναπτύξει κάποια μοντέλα προηγουμένως, εξαιτίας των υποθετικών σεναρίων που είχε. Επομένως, το μεγάλο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι αν το ΕΣΥ βρίσκεται σε αυτή την ετοιμότητα.
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να εστιάσουμε σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη είναι τι συνέβη στα νοσοκομεία κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Χιλιάδες νεκροί, οι περισσότεροι αδικαιολόγητα διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ, λιγοστό και εξαντλημένο προσωπικό, η φροντίδα της λοιπής νοσηρότητας εξαφανίστηκε, οι συνθήκες ήταν τριτοκοσμικές. Όλα αυτά συνέθεσαν μία εικόνα διάλυσης, η οποία πολλές φορές αποτυπώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος που εξετάσαμε αποτελεί ουσιαστικά αντιπαράδειγμα.
Η δευτερη περίοδος είναι αυτή μετά την πανδημία. Τυπικά η πανδημία covid δεν έχει τελειώσει (ο ΠΟΥ έχει κηρύξει το τέλος της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης), αλλά ουσιαστικά εδώ και μήνες έχουμε προχωρήσει και η πίεση από τον κορωνοϊό είναι πολύ μικρότερη. Όπως δείχνει η σημερινή κατάσταση στο ΕΣΥ, δεν φαίνεται να διδαχθήκαμε από την πανδημία. Πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), σε έκθεση με τίτλο «Μαθήματα από την πανδημία», αναδεικνύει τη σημασία της πρόσληψης και εκπαίδευσης ικανού αριθμού υγειονομικών, ενώ υπογραμμίζεται η ανάγκη αύξησης του αριθμού και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες του ECDC, μεταξύ των μαθημάτων της πανδημίας είναι και η καταπολέμηση των ελλείψεων υγειονομικού προσωπικού. Το συμπέρασμα είναι ότι τα συστήματα Υγείας πρέπει να γεμίσουν τις τρύπες ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον παρόμοιες απειλές με εκείνη του κορωνοϊού. Την ίδια ώρα, το ελληνικό ΕΣΥ φαίνεται να κατευθύνεται προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Οι υγειονομικοί βιώνουν συνθήκες επαγγελματικής εξουθένωσης, λόγω του φόρτου εργασίας και των πολλών ωρών απασχόλησης, ενώ οι συνταξιοδοτήσεις και οι παραιτήσεις οδηγούν σε μείωση προσωπικού και περισσότερο φόρτο για τους εναπομείναντες. Ακόμα και σήμερα, τα ράντζα δεν έχουν εξαφανιστεί και οι αναμονές για χειρουργεία συνεχίζονται.
Δεν είμαστε έτοιμοι
Η βελτίωση της Υγείας να είναι προτεραιότητα για το επόμενο διάστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πρόσφατη έρευνα της Κάπα Reasearch, το 67% των πολιτών θεωρεί ότι βασική προτεραιότητα της επόμενης κυβέρνησης πρέπει να είναι η βελτίωση του συστήματος Υγείας. Αν το σύστημα λειτουργούσε, δεν θα ήταν μακράν πρώτη αυτή η απάντηση. Το τελευταίο προκύπτει και από την πρόσφατη έρευνα της GPO για τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο. Μόνο 4 στους 10 πολίτες είναι ευχαριστημένοι από τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας, με τον βασικό λόγο δυσαρέσκειας να είναι η κακή οργάνωση του ΕΣΥ και η αναλογία προσωπικού ασθενών. Επίσης, το γεγονός ότι η ικανοποίηση των πολιτών οφείλεται μόνο στο καλό επίπεδο γιατρών και νοσηλευτών, δείχνει ότι μόνο αυτοί μάχονται για να παραμείνει όρθιο το σύστημα. Από την πλευρά τους οι γιατροί, αυτοί δηλαδή που ζουν το σύστημα από μέσα, αξιολογούν μόλις κατά 25,7% θετικά το σύστημα υγείας της χώρας.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η παραπάνω εικόνα οφείλεται στις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Υπήρχαν παθογένειες και στο παρελθόν, κάτι που δεν αρνήθηκε κανείς.
Ωστόσο, η οπισθοδρόμηση των τελευταίων ετών και η παντελής απουσία ενίσχυσης των δομών υγείας δεν έχουν προηγούμενο. Η εμμονή δε της Νέας Δημοκρατίας να ιδιωτικοποιήσει το ΕΣΥ, θα αποτελέσει και τη χαριστική βολή. Αν επιχειρούσαμε λοιπόν να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα «είμαστε έτοιμοι να ανταπεξέλθουμε σε μία νέα πανδημία;», η απάντηση είναι ξεκάθαρα «όχι».