Την προσοχή των καταναλωτών εφιστούν οι επιστήμονες, καθώς πρόσφατη μελέτη ανακάλυψε ότι πολλά από τα σοκολατένια γλυκά του εμπορίου περιέχουν μια ομάδα ουσιών που μπορούν να βλάψουν το ανθρώπινο DNA και να προκαλέσουν καρκίνο.
Οι επιστήμονες από το Ινστιτούτο Louvain στο Βέλγιο μελέτησαν 22 διαφορετικά συσκευασμένα γλυκίσματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο (μπισκότα, κέικ, βάφλες κ.ά.), κάποια εκ των οποίων περιείχαν σοκολάτα και κάποια όχι.
Τα ευρήματά τους δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Agricultural and Food Chemistry» και η μελέτη αυτή αξιολογήθηκε από ομοτίμους. Μάλιστα, η Αμερική Χημική Κοινότητα την επικαλέστηκε για να εκδώσει σχετική προειδοποιητικό, την Τετάρτη, 29 Μαΐου.
Σε ορισμένα από τα προϊόντα, οι ερευνητές εντόπισαν κάποιες ουσίες ονόματι α, β - ακόρεστα καρβονύλια, τα οποία προκύπτουν κατά την προετοιμασία των γλυκών με σοκολάτα. Πιο συγκεκριμένα, σχηματίζονται καθώς οι κόκκοι κακάο ψήνονται, ώστε τα επιδόρπια αυτά να αποκτήσουν πιο έντονη, σοκολατένια γεύση.
Οι ουσίες αυτές μπορούν να βλάψουν το ανθρώπινο DNA αλληλοεπιδρώντας με τις πρωτεΐνες και τα ένζυμα στο στομάχι που μπορούν να προκαλέσουν τον ταχύτερο πολλαπλασιασμό των κυττάρων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία καρκινικών κυττάρων.
Τα εν λόγω καρβονύλια χρησιμοποιούνται από πολλές εταιρίες ως προσθετικά για την ενίσχυση της γεύσης και ήδη κάποια από αυτά έχουν απαγορευτεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα, πολλές τροφές περιέχουν εκ φύσεως καρβονύλια, σε μικρότερες όμως ποσότητες από αυτές που βλέπουμε στα συσκευασμένα προϊόντα μαζικής κατανάλωσης.
Αν και οι επιστήμονες αρνήθηκαν να αποκαλύψουν σε ποια ακριβώς προϊόντα βρήκαν τα καρβονύλια, ανέφεραν σε συνέντευξή τους στην Daily Mail ότι επρόκειτο τόσο για βέλγικες όσο και για διεθνής μάρκες. Οι υψηλότερες ποσότητες εντοπίστηκαν σε συσκευασμένες βάφλες και κέικ, με την περιεκτικότητα να φτάνει μέχρι και τα 4,3 mg ανά κιλό (το συνιστάμενο όριο είναι τα 0,15 mg ανά κιλό).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως στα σοκολατένια γλυκά μαζικής παραγωγής, επειδή οι εταιρίες χρησιμοποιούν υψηλότερες θερμοκρασίες, οι οποίες απελευθερώνουν πιο περίπλοκες γεύσεις και αρώματα και κάνουν τα προϊόντα πιο ελκυστικά».