Σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα ρινικά κύτταρα των νέων και των ηλικιωμένων ανταποκρίνονται στον ιό SARS-CoV-2, θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί τα παιδιά παρουσιάζουν συνήθως πιο ήπια συμπτώματα όταν νοσούν με κορωνοϊό.
Νέα μελέτη με επικεφαλής τους ερευνητές στο UCL και το Ινστιτούτο Wellcome Sanger, επικεντρώθηκε στις πρώιμες επιδράσεις της μόλυνσης από SARS-CoV-2 στα κύτταρα που στοχοποιήθηκαν αρχικά από τους ιούς, τα ανθρώπινα ρινικά επιθηλιακά κύτταρα (NECs).
Αυτά τα κύτταρα δωρίστηκαν από υγιείς συμμετέχοντες από το Great Ormond Street Hospital (GOSH), το University College London Hospital (UCLH) και το Royal Free Hospital, συμπεριλαμβανομένων παιδιών (0-11 ετών), ενηλίκων (30-50 ετών) καθώς και ηλικιωμένων (άνω των 70 ετών).
Τα κύτταρα στη συνέχεια καλλιεργήθηκαν χρησιμοποιώντας εξειδικευμένες τεχνικές, επιτρέποντάς τα να αναπτυχθούν εκ νέου στους διαφορετικούς τύπους κυττάρων που βρίσκονταν αρχικά στη μύτη.
Χρησιμοποιώντας τεχνικές αλληλούχισης μονοκυττάρου RNA που επιτρέπουν στους επιστήμονες να αναγνωρίσουν τα μοναδικά γενετικά δίκτυα και τις λειτουργίες χιλιάδων μεμονωμένων κυττάρων, η ομάδα αναγνώρισε 24 διαφορετικούς τύπους επιθηλιακών κυττάρων.
Οι καλλιέργειες από κάθε ηλικιακή ομάδα είτε μολύνθηκαν ψευδώς, είτε μολύνθηκαν με SARS-CoV-2.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, μετά από τρεις ημέρες, τα NEC των παιδιών ανταποκρίθηκαν γρήγορα στον SARS-CoV-2 αυξάνοντας την ιντερφερόνη (την πρώτη γραμμή αντι-ιικής άμυνας του οργανισμού), περιορίζοντας την αναπαραγωγή του ιού.
Όσον αφορά τα ηλικιωμένα άτομα, διαπιστώθηκε ότι παρήγαγαν περισσότερα μολυσματικά σωματίδια ιού, αλλά παρουσίασαν επίσης αυξημένη αποβολή και καταστροφή κυττάρων.
Η ισχυρή αντιική ανταπόκριση στα NEC των παιδιών θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι νεότεροι συνήθως εμφανίζουν πιο ήπια συμπτώματα. Αντίθετα, η αυξημένη βλάβη και η υψηλότερη ιική αναπαραγωγή που βρέθηκαν στα NEC από ηλικιωμένα άτομα θα μπορούσε να συνδεθεί με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα της νόσου που παρατηρείται σε ηλικιωμένους.
Η επικεφαλής του προγράμματος, Δρ Claire Smith τόνισε: «Η έρευνά μας αποκαλύπτει πώς ο τύπος των κυττάρων που έχουμε στη μύτη μας αλλάζει με την ηλικία και πώς αυτό επηρεάζει την ικανότητά μας να καταπολεμήσουμε τον SARS-CoV-2. Αυτό θα μπορούσε να είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη αποτελεσματικών αντι-ιικών θεραπειών προσαρμοσμένων σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, ειδικά για τους ηλικιωμένους που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρού COVID-19».
Η έρευνα υπογραμμίζει τη σημασία της εξέτασης της ηλικίας ως κρίσιμου παράγοντα τόσο στην έρευνα όσο και στη θεραπεία των μολυσματικών ασθενειών.