Η συζήτηση συνεχίζεται σχετικά με το αν τα μικρά παιδιά πρέπει να ελέγχονται για την χοληστερίνη τους. Μάλιστα, η Ομάδα Εργασίας Προληπτικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ (USPSTF) επανέλαβε τη θέση της ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να συστήσει υπέρ ή κατά τον έλεγχο για διαταραχές των λιπιδίων σε μικρά παιδιά και εφήβους.
Οι παιδοκαρδιολόγοι που ερωτήθηκαν αναγνωρίζουν την έλλειψη μακροπρόθεσμων τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών που να δείχνουν τα οφέλη του ελέγχου τόσο νωρίς, αλλά πιστεύουν ότι υπάρχουν καλά στοιχεία που υποδηλώνουν έντονα ένα όφελος.
Άλλοι γιατροί, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών, δεν είναι τόσο πεπεισμένοι. Πιστεύουν ότι τα σημαντικά προβλήματα με την υψηλή χοληστερόλη μεταξύ των παιδιών θα εντοπιστούν μέσω του οικογενειακού ιστορικού και της κλινικής παρατήρησης και η θεραπεία δεν θα είναι διαφορετική από τις τρέχουσες συστάσεις για υγιεινή διατροφή και άσκηση.
Και οι δύο πλευρές επιθυμούν με πάθος να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά, ακόμη και αν οι απαντήσεις σχετικά με την καλύτερη προσέγγιση δεν είναι ακόμη σαφείς.
Προέλευση του ελέγχου των μικρών παιδιών
Στα τέλη του 2011, το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος συνέστησε καθολικό λιπιδαιμικό έλεγχο σε όλα τα παιδιά ηλικίας 9 έως 11 ετών - μια μεγάλη αλλαγή από προηγούμενες οδηγίες που ζητούσαν μια προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο χρησιμοποιώντας το οικογενειακό ιστορικό και μια προσέγγιση σε επίπεδο πληθυσμού για τη βελτίωση της διατροφής και της άσκησης σε όλα τα παιδιά.
Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της καθοδήγησης δεν ήταν αμφιλεγόμενο, η σύσταση για καθολικό έλεγχο των λιπιδίων προκάλεσε τότε αναστάτωση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που συστήθηκε έλεγχος για διαταραχές των λιπιδίων στα παιδιά.
Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP) είχε δημοσιεύσει οδηγίες για τον έλεγχο των λιπιδίων το 2008, οι οποίες ζητούσαν μια προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο, μαζί με βελτιωμένη διατροφή και άσκηση για όλα τα παιδιά, σύμφωνα με τις προηγούμενες συστάσεις. Όμως απέσυρε την εν λόγω καθοδήγηση το 2012 και εκπρόσωπος της AAP δήλωσε ότι νέες κατευθυντήριες γραμμές βρίσκονται επί του παρόντος υπό ανάπτυξη.
Εν τω μεταξύ, ο εκπρόσωπος της AAP σημείωσε ότι «πληροφορίες για τους γονείς σχετικά με τον έλεγχο της χοληστερόλης» είναι διαθέσιμες στη διεύθυνση HealthyChildren.org, η οποία αναφέρει ότι η AAP «συνιστά όλα τα παιδιά ηλικίας 9 έως 11 ετών να ελέγχονται για υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα».
Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία και το Αμερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας, μαζί με πολλές άλλες εταιρείες, ζήτησαν επίσης καθολικό έλεγχο σε παιδιά ηλικίας 10 έως 19 ετών στις κατευθυντήριες γραμμές κλινικής πρακτικής του 2018 για τη διαχείριση της χοληστερόλης.
Η πρόσφατη οδηγία της USPSTF παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη από την προηγούμενη έκδοσή της που κυκλοφόρησε το 2016. Βρήκε ανεπαρκή στοιχεία για να συστήσει τον έλεγχο των λιπιδίων στα παιδιά υπό το πρίσμα τόσο της οικογενής υπερχοληστερολαιμίας (FH) - μιας γενετικής κατάστασης που οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) - όσο και της πολυπαραγοντικής δυσλιπιδαιμίας, η οποία συνήθως συνδέεται με περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Διαχωρίζοντας τη θέση της η Αμερικανική Ακαδημία Οικογενειακών Ιατρών (AAFP) υποστηρίζει τον προσδιορισμό της USPSTF ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να συστήσει υπέρ ή κατά της συνήθους εξέτασης για διαταραχές των λιπιδίων στα παιδιά.
Η προσπάθεια να γίνει μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή για να αποδειχθεί όφελος από τον έλεγχο σε αυτόν τον πληθυσμό θα ήταν δύσκολη, λένε οι παιδίατροι επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Αναθέτεις στα παιδιά να ελεγχθούν ή όχι, και στη συνέχεια τα ελέγχεις σε 30 χρόνια για να δεις τον αντίκτυπο αυτού;. Εάν είστε γονέας και σας ζητηθεί να συμμετάσχει το παιδί σας, όπου θα κάνει ή δεν θα κάνει μια απλή εξέταση αίματος για να ψάξει για υψηλή χοληστερόλη και μετά από 30 χρόνια θα σας καλέσουμε και θα σας πούμε: 'Πώς πήγε;'».
Οι υπέρμαχοι
Δεδομένου ότι η FH είναι γενετική, ορισμένοι μπορεί να υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνεται στοχευμένος έλεγχος με βάση τον οικογενειακό ιστορικό, αλλά αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για να εντοπιστούν όλες οι περιπτώσεις, δήλωνουν επίσης οι παιδίατροι. Οι υπέρμαχοι θεωρούν ότι τα παιδιά ανέχονται καλά τις στατίνες και ότι είναι γενικά ασφαλείς και αποτελεσματικές σε αυτόν τον πληθυσμό και σημειώνουν ότι «προσπαθούμε να βρούμε τη σπάνια αλλά όχι αρκετά σπάνια ομάδα παιδιών που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία μιας γενετικής πάθησης για την οποία δεν μπορούν να κάνουν τίποτα», αναφέρουν οι γιατροί.
Οι αντίθετοι
Οι οικογενειακοί γιατροί που είναι απέναντι στη διαδικασία εκτιμούν ότι με βάση τις μελέτες για τον έλεγχο των λιπιδίων στα παιδιά το θέμα έγκειται στο γεγονός ότι η ομοζυγωτική FH - ο τύπος όπου τα παιδιά μπορεί να έχουν καρδιαγγειακά επεισόδια στα 20 τους χρόνια - είναι πολύ σπάνια, περίπου 1 στις 160.000 έως 250.000.
Κατα συνέπεια θεωρούν ότι το οικογενειακό ιστορικό θα έδειχνε τέτοιου είδους πληροφορίες καθώς εχουν το πλεονέκτημα να λαμβάνουν ένα λεπτομερές οικογενειακό ιστορικό.
Όσον αφορά την ετερόζυγη FH, αναφέρουν ότι η βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι το συνολικό προσδόκιμο ζωής μπορεί να μειωθεί κατά 15 έως 30 χρόνια, αν δεν υπήρχε ποτέ καμία απολύτως παρέμβαση. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως λαμβάνεται κάποιο είδος οικογενειακού ιστορικού και παρακολουθούνται στενά αυτά τα παιδιά, ενθαρρύνοντας παρεμβάσεις στη διατροφή και τον τρόπο ζωής και ξεκινώντας θεραπεία με στατίνη μόνο με φειδώ.
Άλλωστε όπως υποστηρίζουν «είναι απίθανο να θεραπεύσουμε το 99,99% των παιδιών που ελέγχουμε». Ωστόσο, η πλειονότητα και των δύο ομάδων γιατρών θεωρεί ότι θα ήταν «λογικό» να προστεθεί μια εξέταση για κληρονομικές διαταραχές της χοληστερόλης στον έλεγχο των νεογέννητων, σύμφωνα με την έρευνα σημειώνοντας ότι η καλύτερη για τον έλεγχο της χοληστερόλης απάντηση, θα ήταν η διατροφή και η άσκηση, καθώς αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την ολοκληρωμένη υγεία τους.