Εμβόλια που πραγματοποιήθηκαν σε παιδιά που είχαν προηγουμένως υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος ή νεφρού κρίθηκαν ασφαλή για την πορεία της υγείας των ασθενών, προκαλώντας ανοσολογική απόκριση για προστασία από διάφορες απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις. Τα παραπάνω διαπίστωσε μία νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open.
Η μελέτη, η οποία βασίζεται σε δεδομένα από 18 κέντρα μεταμόσχευσης οργάνων, συντάχθηκε από τη Lara Danziger-Isakov, MD, MPH, προσωρινή διευθύντρια του τμήματος λοιμωδών νοσημάτων στο Cincinnati Children's, και την Amy Feldman, MD, MSCS, ιατρική διευθύντρια του προγράμματος μεταμόσχευσης ήπατος στο Children's Hospital Colorado.
Τα αποτελέσματα είναι σημαντικά επειδή τα ποσοστά της ιλαράς, της παρωτίτιδας και του ιού της της ανεμευλογιάς - έρπης ζωστήρ αυξάνονται σε διεθνές επίπεδο, αφήνοντας τα ανοσοκατεσταλμένα παιδιά σε κίνδυνο για απειλητικές για τη ζωή τους καταστάσεις, σύμφωνα με την Danziger-Isakov, επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης. Αυτό θα επιτρέψει στα παιδιά που έχουν υποβληθεί σε μεταμοσχεύσεις οργάνων να ενταχθούν στις κοινότητές τους με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και μειωμένο κίνδυνο να εμφανίσουν ανεμοβλογιά ή ιλαρά, οι οποίες έχουν επανεμφανιστεί.
Παγκόσμια έξαρση ιλαράς και παρωτίτιδας
Η παγκόσμια έξαρση της ιλαράς και της παρωτίτιδας επιδεινώθηκε από τη μείωση της ανοσίας της αγέλης, καθώς εκατομμύρια δόσεις εμβολίων έλειπαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, αφήνοντας τους μη ανοσοποιημένους λήπτες μεταμοσχευμένων οργάνων εκτεθειμένους σε σημαντικό κίνδυνο αλλά και πιθανότητα θανάτου από σοβαρή λοίμωξη, αναφέρει η Feldman, πρώτη συγγραφέας της μελέτης, προσθέτοντας ότι «αυτές οι λοιμώξεις μπορεί να αποβούν μοιραίες σε λήπτες μεταμοσχεύσεων. Η δυνατότητα χορήγησης εμβολίων μετά τη μεταμόσχευση και η παροχή ανοσίας είναι ζωτικής σημασίας».
Ιστορικά, τα εμβόλια για την προστασία από την ιλαρά, την παρωτίτιδα, την ερυθρά (MMR) και τον ιό της ανεμευλογιάς - έρπης ζωστήρ (VZV) δεν συνιστώνται μετά από μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων λόγω ανησυχιών σχετικά με τον θεωρητικό κίνδυνο μόλυνσης από το στέλεχος του εμβολίου σε ανοσοκατεσταλμένα παιδιά. Ωστόσο, οι συγγραφείς ανέφεραν ότι δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό με εμβόλιο των παιδιών που συμμετείχαν στη δοκιμή μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2002 και της 28ης Φεβρουαρίου 2023.
Οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς που συμμετείχαν στη δοκιμή έλαβαν μία έως τρεις δόσεις εμβολίου MMR ή/και μία έως τρεις δόσεις εμβολίου VZV. Η κοόρτη περιελάμβανε 281 παιδιά που λάμβαναν για χρόνια ανοσοκατασταλτικά φάρμακα με μέση ηλικία περίπου τα 8 έτη κατά τη στιγμή του πρώτου εμβολίου μετά τη μεταμόσχευση. Ο διάμεσος χρόνος από τη μεταμόσχευση έως την εγγραφή στη μελέτη ήταν 6,3 έτη. Τα δεδομένα ασφαλείας συλλέχθηκαν μετά από κάθε εμβολιασμό και τα επίπεδα αντισωμάτων μετρήθηκαν στους μηδέν έως τρεις μήνες και ένα έτος μετά τον εμβολιασμό.
Η πλειονότητα των παιδιών ανέπτυξε προστατευτικά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό 72% για την ανεμευλογιά, 86% για την ιλαρά, 83% για την παρωτίτιδα και 99% για την ερυθρά. Ένα έτος μετά τον εμβολιασμό, η πλειονότητα των παιδιών που ανέπτυξαν προστατευτικά αντισώματα διατήρησαν την προστασία τους 77% για την ανεμευλογιά, 92% για την ιλαρά, 83% για την παρωτίτιδα και 94% για την ερυθρά. Πέντε παιδιά ανέπτυξαν κλινική ανεμευλογιά, αλλά όλες οι καταστάσεις τους υποχώρησαν μέσα σε μία εβδομάδα.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο εμβολιασμός μπορεί να είναι ασφαλής και ανοσογόνος μετά από μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων σε επιλεγμένους λήπτες μικρής ηλικίας και μπορεί να προσφέρει προστασία έναντι της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ανεμευλογιάς που κυκλοφορούν. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να κατανοηθεί η μακροπρόθεσμη διατήρηση της ανοσίας μετά τον εμβολιασμό των παιδιών που λαμβάνουν μεταμοσχεύσεις οργάνων, καθώς και οι παράγοντες που σχετίζονται με την ανοσολογική απόκριση και την κλινική προστασία, σημείωσαν οι συγγραφείς.