Τα ευρήματα μιας νέας έρευνας έδειξαν ότι τόσο τα πολύ υψηλά όσο και τα πολύ χαμηλά επίπεδα της «καλής» χοληστερίνης (HDL) συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο άνοιας. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Αν και ο κίνδυνος άνοιας είναι σχετικά μικρός ως αποτέλεσμα των επιπέδων «καλής» χοληστερίνης, και απαιτείται περαιτέρω μελέτη ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.
«Προηγούμενες μελέτες σχετικά με αυτό το θέμα ήταν ασαφείς. Η συγκεκριμένη μελέτη παρέχει σημαντικότερη πληροφόρηση λόγω του μεγάλου αριθμού συμμετεχόντων και της μακράς παρακολούθησής τους», λέει η συγγραφέας της μελέτης Maria Glymour, ScD, του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. «Αυτές οι πληροφορίες μας επέτρεψαν να μελετήσουμε τη συσχέτιση με την άνοια σε όλο το φάσμα των επιπέδων χοληστερίνης και να επιτύχουμε ακριβείς εκτιμήσεις ακόμη και για τα άτομα με αρκετά υψηλά ή αρκετά χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης» πρόσθεσε.
Το project περιελάμβανε συνολικά 184.367 άτομα από το Πρόγραμμα Υγείας Kaiser Permanente Βόρειας Καλιφόρνια (μέση ηλικία: 70 έτη). Όλοι οι συμμετέχοντες δεν διαγνώστηκαν με άνοια στην αρχή της μελέτης. Οι έρευνες επικεντρώθηκαν σε συμπεριφορές υγείας και η ομάδα μέτρησε τα επίπεδα χοληστερίνης κατά τη διάρκεια επισκέψεων ρουτίνας στο γιατρό. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους ασθενείς χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά αρχεία υγείας για περίπου εννέα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνολικά 25.214 άτομα εμφάνισαν άνοια.
Μέσο επίπεδο χοληστερίνης HDL και κίνδυνος άνοιας
Το μέσο επίπεδο χοληστερίνης HDL, εν τω μεταξύ, ήταν 53,7 χιλιοστόγραμμα ανά δεκατόλιτρο (mg/dL). Ένα υγιές επίπεδο κυμαίνεται γενικά λίγο πάνω από 40 mg/dL για τους άνδρες και πάνω από 50 mg/dL για τις γυναίκες. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες ανάλογα με τα επίπεδα της HDL χοληστερίνης τους. Όσοι είχαν την περισσότερη HDL χοληστερίνη εμφάνισαν 15% υψηλότερο ποσοστό άνοιας σε σύγκριση με τη μεσαία κοόρτη. Εκείνοι με τα χαμηλότερα επίπεδα είχαν 7% υψηλότερο ποσοστό άνοιας από τη μεσαία ομάδα.
Οι ερευνητές βέβαια έλαβαν υπόψιν τους και πρόσθετους παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο άνοιας, όπως η κατανάλωση αλκοόλ, η υπέρταση, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο διαβήτης. Σημειώθηκε μόνο μια μικρή συσχέτιση μεταξύ της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας ή αλλιώς της «κακής» χοληστερίνης και του κινδύνου άνοιας.
«Η αύξηση του κινδύνου άνοιας τόσο με υψηλά όσο και με χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερίνης ήταν απρόσμενη, αλλά αυτές οι αυξήσεις είναι μικρές και η κλινική τους σημασία είναι αβέβαιη», διευκρίνισε η Glymour.
«Αντίθετα, δεν βρήκαμε συσχέτιση μεταξύ της LDL χοληστερίνης και του κινδύνου άνοιας στη συνολική κοόρτη της μελέτης. Τα αποτελέσματά μας ενισχύουν τις ενδείξεις ότι η HDL χοληστερίνη έχει εξίσου πολύπλοκες συσχετίσεις με την άνοια όπως και με τις καρδιακές παθήσεις και τον καρκίνο» κατέληξε.
Συνοψίζοντας, αυτά τα ευρήματα δείχνουν μια συσχέτιση μεταξύ υψηλών ή χαμηλών επιπέδων HDL χοληστερίνης και άνοιας, όχι μια άμεση σχέση. Οι ερευνητές δεν μπορούν να πουν αυτή τη στιγμή εάν τα επίπεδα της HDL χοληστερίνης έχουν άμεσο αντίκτυπο στον κίνδυνο άνοιας.