Εάν σας αρέσει ο καφές, τότε τα νέα είναι ευχάριστα για εσάς. Ένα υψηλό επίπεδο καφεΐνης στο αίμα μπορεί να περιορίσει την ποσότητα σωματικού λίπους που φέρει ένα άτομο και τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό BMJ Medicine. Επίσης, ο πιθανός ρόλος των ροφημάτων χωρίς θερμίδες που περιέχουν καφεΐνη για τη μείωση των κινδύνων παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2 αξίζει μάλλον τώρα να διερευνηθεί, λένε οι ερευνητές.
Μία προηγούμενη έρευνα είχε αποκαλύψει ότι η κατανάλωση τριών έως πέντε φλιτζανιών καφέ καθημερινά –μια πλούσια πηγή καφεΐνης– σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και καρδιοπαθειών, σημειώνουν οι ερευνητές.
Ένα μέσο φλιτζάνι καφέ περιέχει περίπου 70-150 χιλιοστόγραμμα καφεΐνης. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις δημοσιευμένες έρευνες μέχρι σήμερα ήταν μελέτες παρατήρησης, οι οποίες δεν μπορούν να τεκμηριώσουν αξιόπιστα αιτιώδη αποτελέσματα, λόγω των άλλων δυνητικά σημαντικών παραγόντων που εμπλέκονται, επισημαίνουν οι ερευνητές.
Επιπλέον, είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι συγκεκριμένες επιδράσεις της καφεΐνης από τις άλλες ενώσεις που περιλαμβάνονται στα καφεϊνούχα ποτά και τρόφιμα, προσθέτουν.
Για να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν αυτά τα ζητήματα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την τυχαιοποίηση του Μεντελίου για να ανακαλύψουν τι επίδραση έχουν τα υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης στο αίμα στο σωματικό λίπος καθώς και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους διαβήτη τύπου 2 και σοβαρών καρδιαγγειακών παθήσεων.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι τα υψηλότερα γενετικά προβλεπόμενα επίπεδα καφεΐνης στο αίμα συσχετίστηκαν με χαμηλότερο βάρος (ΔΜΣ) και σωματικό λίπος.
Τα υψηλότερα γενετικά προβλεπόμενα επίπεδα καφεΐνης στο αίμα συσχετίστηκαν επίσης με χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2.