Η ψυχική υγεία ορισμένων ανθρώπων μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά όταν στη ζωή τους εμφανιστούν παράγοντες όπως η φτώχεια και η ανεργία, ενώ και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι ύποπτο για την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών κάποια στιγμή στη ζωή τους. Αυτό δείχνει μια νέα φινλανδική επιστημονική μελέτη.
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πάνω από τους μισούς ανθρώπους και συγκεκριμένα το 58% με χαμηλή μόρφωση -έως πρωτοβάθμια- στην ηλικία των 30 ετών θα εμφανίσουν κάποια ψυχική διαταραχή στα 52 τους, έναντι ποσοστών 45% και 36% αντίστοιχα για όσους είχαν τελειώσει τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Χρησιμοποιήθηκε δείγμα περισσότερων από 1,2 εκατ. Φινλανδών
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Κρίστιαν Χακουλίνεν του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology & Community Health», ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους, συσχετίζοντας την κοινωνικοοικονομική και μορφωτική κατάσταση τους με την πιθανότητα εμφάνισης σχιζοφρένειας, αγχώδους διαταραχής, κατάχρησης ουσιών κα. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν σε βάθος δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας περίπου το ένα τέταρτο (26%) διαγνώσθηκαν με κάποια ψυχική διαταραχή.Οι ειδικές για τη διάγνωση αναλύσεις έδειξαν ότι οι συσχετισμοί ήταν πολύ ισχυρότεροι όταν χρησιμοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα η κατάχρηση ουσιών ή οι διαταραχές του φάσματος της σχιζοφρένειας. Οι αναλύσεις απόλυτου κινδύνου έδειξαν ότι, μέχρι την ηλικία των 52 ετών, το 58% των ατόμων που είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο στην ηλικία των 30 ετών διαγνώστηκαν αργότερα με ψυχική διαταραχή.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε σαφής συσχέτιση ανάμεσα στο χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και στον κίνδυνο ψυχικής διαταραχής. Η ανεργία ειδικότερα σχετιζόταν με διπλάσια πιθανότητα για τέτοια διάγνωση αργότερα στη ζωή.
Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν όλα τα άτομα που γεννήθηκαν στη Φινλανδία μεταξύ 1966 και 1986 και ζούσαν στη Φινλανδία στο τέλος του έτους όταν έκλεισαν τα 30. Ως εναλλακτικές μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν το μορφωτικό επίπεδο, το εργασιακό καθεστώς και το προσωπικό συνολικό εισόδημα. Πραγματοποιήθηκαν και πρόσθετες αναλύσεις χρησιμοποιώντας και κάποιο μέλος της οικογένειας για να ληφθούν υπόψη τα κοινά οικογενειακά χαρακτηριστικά που τελικά δεν παρατηρήθηκαν.