Με μία δέσμη 3 βασικών κινήτρων, η Ειρήνη Αγαπηδάκη παρουσίασε το σχέδιο για να προσελκύσει παθολόγους και γενικούς γιατρούς για να στελεχώσουν τη θέση του προσωπικού γιατρού.
Αρχικά η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας τόνισε ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει έλλειψη προσωπικού, ειδικά μετά την πανδημία. «Παράγουμε πολλούς γιατρούς, αλλά τους χάνουμε» σημείωσε χαρακτηριστικά. Ειδικότερα για τους παθολόγους, η Ελλάδα έχει μόλις 6% της συγκεκριμένης ειδικότητας στο σύνολο των γιατρών, την ώρα που στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος είναι στο 26%. Σύμφωνα με την Ειρήνη Αγαπηδάκη, η απαισιόδοξη εκτίμηση λέει ότι από το 6% θα πάμε στο 10%. Το ρεαλιστικό σενάριο είναι ότι θα προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το αισιόδοξο ότι θα φτάσουμε στο 35%.
Το πρώτο μέτρο είναι ότι παύει ο θεσμός του αγροτικού γιατρού και πάμε σε προσωπικούς γιατρούς σε όλη τη χώρα. Μετά το πρώτο έτος θα έχουν τη δυνατότητα να γίνουν παθολόγοι ή γενικοί γιατροί με ετήσιο μισθό 46.000 μεικτά και 30.000 καθαρά. Στόχος είναι να ενταχούν 2.500 νέοι προσωπικοί γιατροί.
Επίσης, οι προσωπικοί γιατροί θα συνδεθούν με τις προληπτικές εξετάσεις, κάτι που θα τους δώσει επιπλέον οικονομικό κίνητρο. Παράλληλα, τα κίνητρα για τις άγονες περιοχές που ισχύουν και σήμερα, παραμένουν.
Το τρίτο κίνητρο αφορά ένα πιλοτικό πρόγραμμα επαναπατρισμού από Κύπρο και Ηνωμένο Βασίλειο. Όπως εξήγησε η αναπληρώτρια υπουργός, υπάρχει το κίνητρο της χαμηλής φορολόγησης για τους Έλληνες που επιστρέφουν, ενώ θα έχουν και ετήσιο μισθό 100-150.000 ευρώ.
Τα επίπεδα υποστήριξης θα είναι δύο:
1. Ο προσωπικός γιατρός θα έχει σημαντική καθημερινή υποστήριξη από βοηθό συντονιστή της φροντίδας. Ο βοηθός θα έχει τη συνολική εικόνα, θα επικοινωνεί και θα παρακολουθεί τους ασθενείς. Θα διασυνδέει υπηρεσίες και θα είναι η πυξίδα του συστήματος.
2. Θα υπάρξουν αλλαγές στην εκπαίδευση, με πανεπιστημιακές μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.