Η υγεία των πολιτών στην Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική κατάσταση. Αυτό το τραγικό συμπέρασμα προκύπτει από τη μελέτη με θέμα «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία - Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής» που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), με την υποστήριξη της βιοφαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος.
Όπως σημείωσε ο ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου Γιάννης Τούντας, το 2021 μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων από ανώτερες κοινωνικές τάξεις αξιολόγησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις. Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα, με το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.001€ μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία. Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες μεταξύ ατόμων με χαμηλότερη εκπαίδευση το 2013-2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας. Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.
Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες υγείας και δη στις προληπτικές εξετάσεις, σύμφωνα με όσα συμπλήρωσε ο κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις τις πραγματοποιούν σε μεγαλύτερο ποσοστό, με τις διαφορές πιο έντονες στην πρόληψη καρκίνου. Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%. Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.
Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία
«Η μείωση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία (ΚΑΥ) είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας», δήλωσε ο Γιάννης Τούντας, αναφέροντας ότι «έρευνα σε 16 ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία. Στη δυτική Ευρώπη, ο κίνδυνος νόσησης ήταν 1,5-2,5 φορές μεγαλύτερος στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή κοινωνική πολιτική, όπως οι Σκανδιναβικές».
Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο κ. Τούντας υπογράμμισε πως η χώρα μας αντιμετώπισε αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία κατά την οικονομική κρίση του 2010-2018. «Τα δημοσιονομικά προγράμματα μείωσαν μισθούς και συντάξεις, αύξησαν την ανεργία και τους φόρους, επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Οι περικοπές στην υγεία, η μείωση των δικαιούχων επιδομάτων, οι αυξήσεις στη συμμετοχή των χρηστών στο κόστος και οι θεσμικές παρεμβάσεις της περιόδου είχαν σημαντικές συνέπειες, που μόλις αρχίζουν να αξιολογούνται», συμπλήρωσε. Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την περίοδο 2013-2017 διέφερε σημαντικά ανάμεσα σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση και άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση. Η διαφορά κυμάνθηκε από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017, με μέγιστη διαφορά 4,2 ετών το 2013 λόγω της οικονομικής κρίσης που επηρέασε κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.