Ένα σύμπτωμα – κλειδί που θα μπορούσε να αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι της άνοιας ανακάλυψαν επιστήμονες από τα πανεπιστήμιο MIT και Cornell.
Όπως αναφέρεται στην σχετική μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Neurolinguistics», πρόκειται για έναν νέο «γνωστικό βιοδείκτη» που μπορεί να βοηθήσει σε έγκαιρη διάγνωση της άνοιας. Σημειώνουμε ότι όσο νωρίτερα υπάρχει διάγνωση της συγκεκριμένης κατάστασης, τόσο πιο αποτελεσματική μπορεί να είναι η θεραπεία.
Οι επιστήμονες μελέτησαν 61 άτομα με ήπια γνωστική κατάπτωση λόγω του Αλτσχάιμερ (aMCI), τα οποία όμως δεν είχαν διαγνωστεί με άνοια (αλλά έχουν σημαντικά αυξημένη πιθανότητα να την αναπτύξουν συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό). Διαπιστώθηκε ότι εμφάνιζαν ένα κοινό σύμπτωμα: δυσκολία στην παραγωγή περίπλοκου και ιδίως αφηρημένου λόγου.
Η δυσκολία στην ομιλία πριν από την άνοια
Όπως εξήγησαν οι ερευνητές, οι συμμετέχοντες με aMCI, μπορούσαν να ερμηνεύσουν την βασική δομή των προτάσεων και την σημασία τους, όμως είχαν δυσκολίες όσον αφορά την επεξεργασία πιο αφηρημένων προτάσεων. Ειδικότερα, η μεγαλύτερη δυσκολία εντοπίστηκε στις προτάσεις όπου υπήρχαν αντωνυμίες που συνδέονταν με πρόσωπα τα οποία δεν αναφέρονταν στις προτάσεις αυτές.
Για παράδειγμα, στην πρόταση «Ο Γιώργος ζήτησε από την Μαρία να πάει στο σούπερ μάρκετ και αυτή πήγε», καταλαβαίνουμε μέσα από τα συμφραζόμενα ότι η λέξη «αυτή» πιθανότατα αναφέρεται στην Μαρία, ωστόσο στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Θεωρητικά, ο Γιώργος μπορεί να ζήτησε από την Μαρία να πάει στο σούπερ μάρκετ, όμως τελικά να πήγε κάποια άλλη γυναίκα στο σούπερ μάρκετ, αντί για την Μαρία.
Οι ασθενείς, λοιπόν, με ήπια γνωστική κατάπτωση είχαν πολύ χειρότερη επίδοση συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό στην παραγωγή τέτοιων προτάσεων, όπου δηλαδή δεν ήταν εντελώς ξεκάθαρο εάν η εκάστοτε αντωνυμία αναφερόταν στο πρόσωπο που ήταν παρόν στην πρόταση ή σε κάποιο άλλο, εκτός της πρότασης.
«Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ασθενείς έχασαν την ικανότητα να επεξεργάζονται την σύνταξη ή να παράγουν περίπλοκες προτάσεις, ούτε ότι μειώθηκε το μέγεθος του λεξιλογίου τους. Το έλλειμα εντοπίζεται όταν ο εγκέφαλος προσπαθεί να διευκρινίσει εάν πρέπει να παραμείνει μέσα στην πρόταση ή να βγει έξω από αυτήν, για να καταλάβει για πιο πρόσωπο γίνεται η συζήτηση. Όταν δεν έπρεπε να βγουν έξω από την πρόταση για να βρουν τα συμφραζόμενα, τότε η ικανότητα παραγωγής προτάσεων φαινόταν ακέραια διατηρημένη», εξήγησε η καθηγήτρια γλωσσολογίας στο MIT και εκ των συγγραφέων της μελέτης, Suzanne Flynn.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πρόκειται για μια από τις πρώτες έρευνες που επικεντρώνονται σε πιο ανεπαίσθητες δυσκολίες της επεξεργασίας της γλώσσας και στον τρόπο που αυτές επηρεάζουν τους ασθενείς με ήπια γνωστική κατάπτωση και την σύνδεση των δυσκολιών αυτών με μια πιθανή εμφάνιση άνοιας.
Μέχρι στιγμής, οι περισσότερες μελέτες αφορούσαν μεμονωμένες λέξης και την ευρύτητα του λεξιλογίου των ασθενών, πράγματα που συνήθως επηρεάζονται αισθητά σε πιο προχωρημένα περιστατικά Αλτσχάιμερ.
«Μελετήσαμε ένα πιο περίπλοκο επίπεδο της γλώσσας. Όταν επεξεργαζόμαστε μια πρόταση, πρέπει να καταλάβουμε την συντακτική της δομή και να κατασκευάζουμε ένα νόημα. Βρήκαμε μια δυσκολία σε αυτό το υψηλότερο επίπεδο όπου η συντακτική δομή συνδέεται με το νόημα. Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε περισσότερα πράγματα για την κατάπτωση που παρατηρείται στα πρώιμα στάδια της άνοιας. Τα ελλείματα δεν αφορούν μόνο την απώλεια μνήμης, αλλά επεκτείνονται πολύ πέρα από αυτήν και μπορεί να αφορά διάφορες φορές του εγκεφάλου», κατέληξε η Flynn.