Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που αφορούν στη θνησιμότητα ασθενών από λοιμώξεις της κυκλοφορίας του αίματος που σχετίζονται με το κεντρικό φλεβικό καθετήρα (CLABSI) στα ελληνικά νοσοκομεία. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από πρόγραμμα επιτήρησης λοιμώξεων που διενεργήθηκε σε 10 μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία από τον Δεκέμβριο 2021 έως τον Απρίλιο 2022 (διάστημα 17 μηνών).
Πρόκειται για το Πρόγραμμα για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και της Μικροβιακής Αντοχής «GRIPP-SNF», το οποίο εφαρμόζεται πιλοτικά σε 10 μεγάλα νοσοκομεία της χώρας, με την υποστήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» μέσω της «Πρωτοβουλίας για την Υγεία», σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ), το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων– CLEO και τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ).
387 θάνατοι μετά από λοιμώξεις
Στο πλαίσιο του Προγράμματος, οι ειδικοί παρακολούθησαν έναν από τους τύπους νοσοκομειακών λοιμώξεων, τις μικροβιαιμίες που σχετίζονται με τον κεντρικό φλεβικ καθετήρα – CLABSI, για διάστημα 17 μηνών (από τον Δεκέμβριο 2021 έως τον Απρίλιο 2023) στα νοσοκομεία που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα. Από την καταγραφή εντοπίστηκαν 1.179 λοιμώξεις τέτοιου τύπου, ενώ καταγράφηκαν 387 θάνατοι εντός 28 ημερών από την εκδήλωση της λοίμωξης. Να σημειωθεί ότι οι θάνατοι αυτοί δεν μπορούν να αποδωθούν στη λοίμωξη. Εντούτοις, η θνησιμότητα που σχετίζεται με CLABSI σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία κυμαίνεται μεταξύ 12%-25%. Είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, καθώς το 65% των CLABSI δυνητικά μπορούν να προληφθούν με τεκμηριωμένες βασικές πρακτικές.
Η σύγχρονη ιατρική χρησιμοποιεί πολλά είδη επεμβατικών συσκευών (κεντρικοί φλεβικοί καθετήρες, αναπνευστήρες, ουροκαθετήρες κλπ.) όπως και διάφορες επεμβατικές διαδικασίες στα πλαίσια θεραπείας των ασθενών. Οι νοσοκομειακές λοιμώξεις σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να σχετίζονται με αυτές τις επεμβατικές συσκευές και διαδικασίες.
Προς το παρόν, δεν υπάρχουν δεδομένα ρουτίνας παρακολούθησης στην Ελλάδα για τις άλλες σημαντικές λοιμώξεις που αποκτώνται από την υγειονομική περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος που σχετίζονται με τον ουροκαθετήρα, της πνευμονίας που σχετίζεται με τον αναπνευστήρα, των λοιμώξεων του χειρουργικού σημείου και το βακτήριο clostridium difficile που προκαλεί τη νοσοκομειακή διάρροια.
Τα στοιχεία για την μικροβιακή αντοχή στην Ελλάδα
Η Μικροβιακή Αντοχή (ΜΑ) είναι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μία από τις δέκα πιο σοβαρές απειλές για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως. Συνδέεται άμεσα με τις Νοσοκομειακές Λοιμώξεις (ΝΛ), καθώς για την αντιμετώπιση των τελευταίων χρησιμοποιούνται συνήθως αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, που οδηγούν στην εμφάνιση πολυανθεκτικών μικροοργανισμών και δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο αφού οι νοσοκομειακές λοιμώξεις οφείλονται συνήθως σε μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά.
Στην Ελλάδα, οι ΝΛ και η ΜΑ αποτελούν σημαντική απειλή για τους ασθενείς, καθώς σχετίζονται με αυξημένη νοσηρότητα, θνητότητα και διάρκεια νοσηλείας, ενώ επιβαρύνουν οικονομικά το σύστημα υγείας της χώρας. Σε πρόσφατη έκθεση του ECDC η Ελλάδα έχει πάρει την αρνητική πρωτιά της χώρας με τα περισσότερα έτη υγειούς ζωής που χάνονται λόγω λοιμώξεων με μικροοργανισμούς ανθεκτικούς στα αντιμικροβιακά φάρμακα.
Το CLEO ιδρύθηκε το 2011, με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Το όραμα του CLEO είναι να βελτιώσει με βιώσιμο τρόπο την υγεία όλων στην Ελλάδα. Το CLEO είναι ο πρώτος ελληνικός, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που ασχολείται με την πρόληψη και τον έλεγχο των ασθενειών μέσω ερευνών, εφαρμογών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που βελτιώνουν την ευαισθητοποίηση για την υγεία και ενισχύουν τιςκαλές πρακτικές στην κοινότητα και στο Σύστημα Υγείας. Από τον Οκτώβριο του 2014 το CLEO λειτουργεί ως Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία.