Είναι γνωστό ότι η κατάθλιψη και το άγχος μπορούν να οδηγήσουν σε εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας, ωστόσο έρευνα μας δείχνει ότι μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή η στυτική δυσλειτουργία να είναι αίτιο ανάπτυξης των συγκεκριμένων ψυχικών διαταραχών.
Οι ειδικοί πίστευαν παλαιότερα ότι η συχνή αυτή διαταραχή του ανδρικού πληθυσμού αφορά μόνο ένα περιορισμένο ποσοστό, κυρίως ηλικιωμένους.
Να σημειωθεί πως η στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή η αδυναμία επίτευξης και διατήρησης στύσης επαρκούς για ικανοποιητική σεξουαλική απόδοση, είναι μια συχνή διαταραχή, η οποία επηρεάζει άνδρες κάθε ηλικίας, κυρίως όσους είναι άνω των 50 ετών, όπως και τους σεξουαλικούς συντρόφους τους.
Ωστόσο, νέα στοιχεία δείχνουν ωστόσο ότι ολοένα και νεότεροι ενήλικες καλούνται να διαχειριστούν το συγκεκριμένο πρόβλημα και μαζί με αυτό την ψυχολογία τους, προκειμένου να διατηρήσουν τις σεξουαλικές σχέσεις τους και να απολαμβάνουν μια ποιοτική ζωή.
Μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of Sexual Medicine εξέτασε τις διαγνώσεις κατάθλιψης και άγχους σε 181.402 ασθενείς, ηλικίας 18-40 ετών, με στυτική δυσλειτουργία και διαπίστωσε ότι παρουσίαζαν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους από τους άνδρες χωρίς αυτή.
Το 17,1% είχε διάγνωση κατάθλιψης ή άγχους 12 μήνες πριν από τη διάγνωση, σε σύγκριση με το 12,9% της ομάδας ελέγχου.
Τα ποσοστά παρέμειναν υψηλότερα για τους άνδρες με στυτική δυσλειτουργία στους 12 μήνες (11,7% έναντι 6,3%), στους 24 μήνες (14,5% έναντι 9,0%) και στους 36 μήνες (15,9% έναντι 10,6%) μετά τη διάγνωση.
Οι αιτίες της δυσλειτουργίας είναι πολλές. Στις πιο συνηθισμένες περιλαμβάνονται η υπέρταση, ο διαβήτης, η παχυσαρκία, η αθηροσκλήρωση, οι καρδιακές παθήσεις, το κάπνισμα, ο αλκοολισμός, η ανάπτυξη ουλώδους ιστού στο εσωτερικό του πέους (νόσος Peyronie), η υπερπλασία ή καρκίνος του προστάτη, χαμηλή τεστοστερόνη κ.ά.
Ο τρόπος διαχείρισης της στυτικής δυσλειτουργίας εξαρτάται από την αιτία και τη σοβαρότητά της, λαμβάνοντας πάντα υπόψη και τυχόν άλλες υποκείμενες παθήσεις.
Ο γιατρός μπορεί να επιλέξει τη χορήγηση από του στόματος φαρμακευτική αγωγή.
Ωστόσο, τα φάρμακα δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά σε όλους. Σε ένα 30% των ασθενών δεν αποδίδουν.
Εναλλακτικά ή σε συνδυασμό με την από του στόματος φαρμακευτική αγωγή συστήνονται οι ενδοπεϊκές ενέσεις ή τα υπόθετα που τοποθετούνται στην ουρήθρα.