Το αλάτι νοστιμίζει το φαγητό μας και μάλιστα πολλές φορές το παρακάνουμε και βάζουμε λίγο παραπάνω από το κανονικό, ωστόσο αυτό που μάλλον θα έπρεπε να κάνουμε είναι να το περιορίσουμε, ώστε να προστατεύσουμε την υγεία μας.
Νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of the American College of Cardiology, έδειξε ότι οι άνθρωποι που απαλλάσσονται από τη συνήθεια να προσθέτουν αλάτι στο φαγητό, μειώνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, καρδιακής ανεπάρκειας και εγκεφαλικών επεισοδίων κατά 20%.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν σχεδόν 200.000 Βρετανούς ηλικίας 30 έως 70 ετών για σχεδόν μια δεκαετία.
Οι καρδιακές και κυκλοφορικές παθήσεις προκαλούν το 25% των θανάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή περισσότερους από 160.000 θανάτους κάθε χρόνο ή έναν θάνατο κάθε τρία λεπτά.
Η υπερβολική κατανάλωση αλατιού προκαλεί κατακράτηση υγρών και αύξηση της αρτηριακής πίεσης, κατά συνέπεια και αύξηση του κινδύνου εμφράγματος ή εγκεφαλικού.
Σε μια προσπάθεια να ποσοτικοποιήσουν τον κίνδυνο, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Tulane εξέτασαν τα αρχεία υγείας 176.570 Βρετανών.
Τα δεδομένα περιελάμβαναν απαντήσεις σε ερωτηματολόγια σχετικά με το πόσο αλάτι πρόσθεταν οι συμμετέχοντες στο δείπνο τους. Οι επιλογές ήταν ποτέ/σπάνια, μερικές φορές, συνήθως ή πάντα.
Πόσα «συμβάντα» σημειώθηκαν
Οι ερευνητές συνέλεξαν επίσης πληροφορίες σχετικά με τα ποσοστά καρδιαγγειακών παθήσεων μέσω του ιατρικού ιστορικού τους, των εισαγωγών στο νοσοκομείο, των μητρώων θανάτων και ενός ερωτηματολογίου.
Στην αρχή της μελέτης κανένας από τους συμμετέχοντες δεν αντιμετώπιζε καρδιακές επιπλοκές. Οι συμμετέχοντες πρακολουθήθηκαν για σχεδόν 12 χρόνια, κατά μέσο όρο.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι σημειώθηκαν σχεδόν 10.000 «συμβάντα», συμπεριλαμβανομένων των εγκεφαλικών επεισοδίων.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι συμμετέχοντες που πρόσθεταν αλάτι στο φαγητό τους λιγότερο συχνά είχαν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρδιακή επιπλοκή.
Όσοι πρόσθεταν «ποτέ/σπάνια», είχαν 23% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρδιαγγειακό πρόβλημα σε σύγκριση με εκείνους που ανέφεραν ότι πρόσθεταν «πάντα».
Όσοι πρόσθεταν μόνο «μερικές φορές» και «συνήθως» είχαν επίσης χαμηλότερο κίνδυνο, 21% και 19%, αντίστοιχα.
Περαιτέρω ανάλυση των ευρημάτων έδειξε ότι όσοι δεν πρόσθεταν ποτέ αλάτι στο φαγητό και ακολούθησαν μια δίαιτα για τη διαχείριση της αρτηριακής πίεσης, τη γνωστή δίαιτα DASH, αντιμετώπιζαν τον μικρότερο κίνδυνο.
Όσοι ακολουθούν τη διατροφή DASH τρώνε λίγο αλάτι, πολλά δημητριακά, λαχανικά και φρούτα, καθώς και λίγα γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά και άπαχα κρέατα.
Ο καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας και Τροπικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Tulane στη Νέα Ορλεάνη, Lu Qi, είπε: «Συνολικά, διαπιστώσαμε ότι οι άνθρωποι που δεν προσθέτουν επιπλέον αλάτι στο φαγητό τους πολύ συχνά, είχαν πολύ χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου, ανεξάρτητα από παράγοντες του τρόπου ζωής και προϋπάρχουσα νόσο. Βρήκαμε επίσης ότι όταν οι ασθενείς συνδυάζουν τη δίαιτα DASH με μικρή συχνότητα προσθήκης αλατιού, αντιμετώπιζαν τον χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς η μείωση του πρόσθετου αλατιού στα τρόφιμα, και όχι η πλήρης αφαίρεση του αλατιού, είναι ένας σημαντικός τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου που ελπίζουμε να υιοθετήσουν οι ασθενείς μας, καθώς δεν αποτελεί σημαντική θυσία».
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι έως και το 85% του αλατιού στη διατροφή των ανθρώπων περιλαμβάνεται ήδη στα τρόφιμα όταν αγοράζονται.
Έχουν παρατηρήσει επίσης ότι οι άνθρωποι που πρόσθεσαν τη λιγότερη ποσότητα αλατιού ήταν πιο πιθανό να είναι λευκοί, γυναίκες, να έχουν χαμηλότερο ΔΜΣ, να πίνουν μέτρια ποσότητα αλκοόλ, να μην καπνίζουν και να είναι σωματικά δραστήριοι.
Σε όσους πρόσθεταν όμως, ακόμη και λιγότερο αλάτι, παρατηρήθηκε υψηλότερος επιπολασμός υπέρτασης και χρόνιας νεφρικής νόσου και χαμηλότερο επιπολασμός καρκίνου.
Αυτοί οι συμμετέχοντες όμως κατανάλωναν περισσότερα φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς και όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως, λιγότερα λιπαρά και αναψυκτικά ή επεξεργασμένα κρέατα από εκείνους που πρόσθεσαν πολύ αλάτι στο φαγητό τους.