O Ηλίας Μόσιαλος, Καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας, κάτοχος της έδρας Brian-Abel Smith, στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) σε ραδιοφωνική του συνέντευξη αναφέρθηκε στην κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να διαμορφωθεί η μεταρρύθμιση του ΕΣΥ στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα απάντησε σε ερωτήσεις σχετικά με την εξέλιξη του κορωνοϊού, της γρίπης και της ιλαράς στη χώρα μας.
«Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να βαφτίζουμε μεταρρύθμιση κάθε τι το οποίο εξαγγέλλεται. Όσον αφορά, τώρα τους Έλληνες πολίτες, ακούνε πάρα πολλά πράγματα και τελικά δεν βλέπουν να γίνονται μεγάλες αλλαγές, ειδικά στην υγεία. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, κατά τη γνώμη μου, έχει κλείσει τη διαδρομή του σε σχέση με το πώς σχεδιάστηκε αρκετές δεκαετίες πριν. Επομένως, πρέπει να δούμε από την αρχή τι είδους σύστημα υγείας θέλουμε που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των Ελλήνων πολιτών, όχι μόνον τώρα αλλά και τις επόμενες δεκαετίες. Διότι, αν είναι να γίνουν κάποιες αλλαγές, αυτές οι αλλαγές δεν θα αποδώσουν αμέσως εδώ τώρα. Κάποια μέτρα σίγουρα θα αποδώσουν αμέσως, αλλά οι αλλαγές πρέπει να σχεδιαστούν σε βάθος δεκαετίας με προοπτική να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των Ελλήνων πολιτών, τα πραγματικά προβλήματα των Ελλήνων πολιτών εκεί που ζουν οι Έλληνες πολίτες. Επομένως, θα πρέπει να έχουμε μια πλήρη χαρτογράφηση αυτών των προβλημάτων που δεν είναι τα ίδια προβλήματα σε όλη τη χώρα και διαφέρουν ανά κοινωνικοοικονομική κατηγορία. Πρέπει να επιδιωχθούν επίσης, συναινέσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν σε ένα σχέδιο υγείας, το οποίο θα ανταποκρίνεται στη σύγχρονη εποχή, κάτι που σημαίνει ότι το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να γίνει ο στρατηγικός εγκέφαλος αυτών των σχεδιασμών», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μόσιαλος στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8, στο δημοσιογράφο Χρήστο Μιχαηλίδη και στην εκπομπή «Καθρέφτης».
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην αρχή της συνομιλίας του με το δημοσιογράφο, αναφορικά με τον covid, τη γρίπη αλλά και την ιλαρά, «αν γίνουν σωστά οι εμβολιασμοί και αν υπήρχε σωστή ενημέρωση του κοινού, τότε δεν θα είχαμε πρόβλημα ιλαράς. Τα δε προβλήματα με το covid συνεχίζονται, αλλά όχι την ίδια ένταση την οποία είχαμε τα προηγούμενα χρόνια. Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, προφανώς γιατί έχουμε και εμβόλια επαρκή για την αντιμετώπιση του covid, αλλά έχουμε και θεραπευτικά μέσα δηλαδή τα αντιικά φάρμακα σε πολύ μεγάλη επάρκεια κιόλας. Πολλοί πολίτες επίσης έχουν περάσει covid για αυτό δεν κάνουν το εμβόλιο. Όσον αφορά, τα νεότερα στελέχη δεν είναι το ίδιο επικίνδυνα (σχετικά με την πιθανότητα να νοσηλευτεί κανείς και να πεθάνει) όσο ήταν το αρχικό στέλεχος. Οπότε ως ένα βαθμό είναι λογικό ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που έχει ήδη νοσήσει να μη θέλει πλέον να εμβολιαστεί. Για αυτό και οι προσπάθειες που θα πρέπει να κάνει κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, δεν θα πρέπει να είναι οριζόντιες. Η εστίαση θα έπρεπε να ήταν όσον αφορά τους εμβολιασμούς, κυρίως στις ευάλωτες ομάδες, στους συμπατριώτες μας εκείνους οι οποίοι πάσχουν από αρκετά νοσήματα και στα άτομα μεγάλης ηλικίας. Επομένως, όταν σχεδιάζεις πολιτικές εμβολιασμών, αυτές δεν μπορεί να είναι γενικά μηνύματα στο γενικό πληθυσμό, γιατί προφανώς υπάρχει και κόπωση μετά από τόσα χρόνια αλλά και από τη νόσο αυτή, γιατί πάρα πολλοί πολίτες νόσησαν χωρίς να έχουν σημαντικά προβλήματα και επομένως, πρέπει να εστιάζει κανείς ως ηγεσία διοργάνωσης των εμβολιασμών εκεί που πρέπει, σε αυτούς που πρέπει».