Μια ομάδα συμβούλων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δήλωσε χθες ότι σε αυτή την φάση δεν συνιστά πρόσθετες, πόσο μάλλον ετήσιες αναμνηστικές δόσεις εμβολίων για τον κορωνοϊό σε άτομα με χαμηλό έως μεσαίο κίνδυνο νόσησης. Οι ειδικοί συνιστούν στις χώρες να επικεντρωθούν στην ενίσχυση των ατόμων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο νόσησης, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων, των εγκύων και εκείνων με υποκείμενες ιατρικές παθήσεις. Για όλους τους παραπάνω, σύμφωνα με τους ειδικούς οι ενισχυτικές δόσεις εμβολίων θα πρέπει να γίνονται περίπου κάθε έξι με 12 μήνες.
Η νέα συμβουλή έρχεται σε αντίθεση με τα προτεινόμενα σχέδια της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, η οποία συστήνει από εδώ και στο εξής οι ενισχυτικές δόσεις εμβολίων για τον κορωνοϊό να γίνονται σε ετήσια βάση - πιθανώς σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των νέων και υγιών ατόμων - όπως και τα εμβόλια για την γρίπη.
Προστασία του συστήματος δημόσιας υγείας
Σε μια άποψη που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Μάιο στο JAMA, ο κορυφαίος ρυθμιστής εμβολίων του FDA, Peter Marks, μαζί με τον Επίτροπο του FDA Robert Califf και την κύρια αναπληρώτρια επίτροπο Janet Woodcock, εξέφρασε τις αμφιβολίες του για τον αν οι ενισχυτικές δόσεις εμβολίων σε ετήσια βάση και συγκεκριμένα το φθινόπωρο, πριν από τα χειμερινά κύματα αναπνευστικών λοιμώξεων— για την γρίπη, τον COVID-19 και τον RSV—θα μπορούσαν ενδεχομένως να προστατεύσουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης από την υπερσυγκέντρωση ασθενών. Και εξέτασαν συγκεκριμένα τη δυνατότητα εμβολιασμού όσων διατρέχουν χαμηλό κίνδυνο.
«Το όφελος από τη χορήγηση πρόσθετων αναμνηστικών δόσεων εμβολίων για τον COVID-19 σε κατά τα άλλα υγιή άτομα ηλικίας 18 έως 50 ετών που έχουν ήδη λάβει τον αρχικό εμβολιασμό και την πρώτη αναμνηστική δόση δεν είναι πιθανό να έχει τόσο σημαντική επίδραση σε περιστατικά νοσηλείας ή ακόμα και θανάτου όσο στους πληθυσμούς με υψηλότερο κίνδυνο», έγραψαν οι αξιωματούχοι του FDA. «Ωστόσο, οι ενισχυτικοί εμβολιασμοί θα μπορούσαν να συσχετιστούν με μείωση της χρήσης υγειονομικής περίθαλψης (π.χ. επισκέψεις στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ή στο κέντρο επείγουσας φροντίδας)» πρόσθεσαν.