Η Ελλάδα μαζί με την Πολωνία και τη Ρουμανία αποτελούν τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών με σημαντική κρατική υποχρηματοδότηση του εθνικού συστήματος υγείας τις τελευταίες δύο δεκαετίες συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα για τους Έλληνες μείωση του προσδόκιμου ζωής, χαμηλούς δείκτες ποιότητας ζωής και υψηλή πολυνοσηρότητα.
Λόγω της αδυναμίας του εθνικού συστήματος υγείας να παρέχει στους πολίτες τις απαιτούμενες υπηρεσίες, όπως είναι φυσικό οι τελευταίοι στρέφονται στην ιδιωτική υγεία. Έτσι, στην Ελλάδα το 35% των ασθενών καταφεύγει σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα αντίστοιχα ποσοστά σε Πολωνία και Ρουμανία είναι 20% και 19%. Να σημειωθεί ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ιδιωτικών δαπανών υγείας είναι 15,3%.
Επιπλέον, το ποσοστό του ΑΕΠ για επενδύσεις στην υγεία στις προαναφερόμενες χώρες εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ των 27. Πιο συσγκεκριμένα, στην Ελλάδα είναι 9%, στην Πολωνία 6,5%, ενώ στη Ρουμανία 5,7% του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο της ΕΕ να βρίσκεται στο 10%.
Οι τρεις προαναφερόμενες χώρες αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης, η οποία υλοποιήθηκε από το Ι.Π.Ο.Κ.Ε. με την υποστήριξη της Viatris Europe και παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από κοινού με την Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας.
Ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη
Η μελέτη ανέδειξε, όσον αφορά την Ελλάδα ότι όχι μόνο η υποχρηματοδότηση του τομέα της υγείας χρονίζει χωρίς να υπάρχουν σημάδια βελτίωσης αλλά ότι παράλληλα η σημαντική μείωση στις δημόσιες δαπάνες υγείας συνοδεύεται με αντίστοιχη αύξηση στις ιδιωτικές δαπάνες. Η μετακύλιση του κόστους από το δημόσιο τομέα στους Έλληνες φορολογούμενους έχει επιφέρει επιπλέον επιβάρυνση στα ελληνικά νοικοκυριά.
Οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη, με την Ελλάδα να καταγράφεται ως μία από τις χώρες της ΕΕ - 27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 28% στη χώρα μας, όταν είναι 12% στην Πολωνία και 21% στην Ρουμανία.
Επιπλέον, η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της ΕΕ, με έναν στους τρεις Έλληνες (36%) να ζουν με χαμηλή ποιότητα ζωής. Η Πολωνία βρίσκεται στην τέταρτη θέση ως προς την κατάταξη που αφορά την ποιότητα ζωής, ενώ οι κάτοικοι στη Ρουμανία ζουν λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης (59,9 έτη) σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ (64 έτη).
Μία άλλη συνέπεια της υποχρηματοδότησης των εθνικών συστημάτων υγείας είναι ότι οι πολίτες παρουσιάζουν υψηλή πολυνοσηρότητα. Στην Πολωνία για παράδειγμα 6 στους 10 ασθενείς υφίστανται πολυνοσηρότητα.
Η συγκεκριμένη μελέτη αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein (EHFG 2023). Η ειδική ενότητα με τον τίτλο «Συστήματα υγείας σε κρίση - η περίπτωση των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών» βασίστηκε στα ευρήματα της εν λόγω μελέτης με θέμα «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας». Η μελέτη υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για δράση με στόχο την εξισορρόπηση των ανισοτήτων σε θέματα υγείας μεταξύ των πολιτών των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ο Καθηγητής του ΕΚΠΑ, κ. Ιωάννης Υφαντόπουλος, δήλωσε σχετικά: «Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα τρία μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της COVID-19, επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Η κρατική χρηματοδότηση για την Υγεία στη χώρα μας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημόσιων πόρων αλλά ως ευκαιρία επένδυσης στην υγεία του πληθυσμού, δηλαδή του ανθρώπινου κεφαλαίου της οικονομίας μας».