Παρά το γεγονός ότι την τελευταία τριετία αντιμετωπίσαμε μια πανδημία που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων από 37.000 ανθρώπων στην Ελλάδα (σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) και παρά τις υποσχέσεις των κομμάτων ότι η αναβάθμιση του ελληνικού συστήματος Υγείας αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, στην πραγματικότητα το ΕΣΥ φαίνεται να βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς παρακμής.
Ιδίως στα νησιά, βλέπουμε ξανά και ξανά ανθρώπους να πεθαίνουν λόγω ανεπάρκειας σε εξοπλισμό και στελέχωση των επαρχιακών νοσοκομείων και κέντρων υγείας. Πρόσφατα παραδείγματα, η σοκαριστική υπόθεση της 63χρονης γυναίκας στην Κω, η οποία πέθανε επειδή δεν ήταν ελεύθερο το μοναδικό λειτουργικό ασθενοφόρο στο νησί, καθώς και η ντροπιαστική περίπτωση της Λέρου, όπου ασθενής παρέμεινε διασωληνωμένη για πάνω από 24 ώρες στη Λέρο, επειδή δεν υπήρχε μέσο να τη μεταφέρει στην Αθήνα.
Τεράστια κενά υπάρχουν και στην πρωτεύουσα, με πρόσφατο δημοσίευμα στο Healthstat.gr να αναφέρει πως όχι μόνο όλες οι κλίνες του Νοσοκομείου Αττικόν είναι κατειλημμένες, αλλά και οι διάδρομοι είναι γεμάτοι με ράντζα, σε μια προσπάθεια να εξυπηρετηθούν οι ασθενείς. Σημειώνουμε ότι πριν από λίγες ημέρες, στο ίδιο νοσοκομείο βρέθηκε νεκρός ένας 47χρονος στις τουαλέτες, τρεις μέρες μετά το θάνατό του.
Συγκρίνοντας τα συστήματα υγείας – Η μεγαλύτερη χρηματοδότηση ως μέρος της λύσης
Μέσα από ένα αναλυτικό ρεπορτάζ στους New York Times, ο δρ. Aaron E. Carroll, καθηγητής παιδιατρικής και επικεφαλής στον τομέα της Υγείας του πανεπιστημίου της Indiana, συγκρίνει τα συστήματα υγείας 5 διαφορετικών χωρών, προσπαθώντας να εντοπίσει το μυστικό της επιτυχίας.
Σημειώνουμε ότι ο συγκεκριμένος επιστήμονας ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ, όπου και το σύστημα υγείας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορους ιδιωτικούς φορείς, καθώς πρόκειται για το μοναδικό ανεπτυγμένο κράτος στον πλανήτη που δε διαθέτει δωρεάν σύστημα υγείας.
«Εάν θέλουμε να κάνουμε μια πιο παραγωγική συζήτηση σε σχέση με το ζήτημα της υγείας, θα ήταν ωφέλιμο να κοιτάξουμε γύρω μας, μελετώντας τα υπόλοιπα συστήματα που υπάρχουν στον πλανήτη. Πολλοί άνθρωποι διαφωνούν, ωστόσο, με αυτή την προσέγγιση. Πιστεύουν ότι το σύστημά μας είναι με κάποιο τρόπο κομμάτι του DNA της Αμερικής», αναφέρει ο δρ. Carroll.
Ο ίδιος ταξίδεψε σε 5 ανεπτυγμένες χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Σιγκαπούρη, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία) όπου το σύστημα της δωρεάν υγείας φαίνεται να λειτουργεί με κάποια επιτυχία και κατάφερε να εντοπίσει τη ρύθμιση που φαίνεται να επιτρέπει στις κυβερνήσεις να εξασφαλίζουν την υγεία των πολιτών τους με τις μικρότερες δυνατές δαπάνες.
Και τα 5 κράτη διαθέτουν δωρεάν υγεία μέσα από δημόσιες δομές και νοσοκομεία, ενώ υπάρχει και η επιλογή των ιδιωτικών νοσοκομείων, η οποία φυσικά κοστίζει περισσότερο. Η ραχοκοκαλιά, όμως, του συστήματος υγείας των χωρών αυτών παραμένει ο δημόσιος τομέας τον οποίο επιλέγουν και οι περισσότεροι άνθρωποι, καθώς είναι δωρεάν αφού τον έχουν πληρώσει με τις κρατήσεις τους.
Σύμφωνα με τον δρ. Carroll: «Η περίθαλψη που λαμβάνει ο ασθενής είναι εξίσου καλή στις δημόσιες δομές, όσον αφορά την πορεία της νόσου και τα ποσοστά επιβίωσης. Συχνά, οι ίδιοι γιατροί δουλεύουν και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Η διαφορά είναι η αναμονή που μπορεί να υπάρχει (η οποία όμως ρυθμίζεται έτσι ώστε να μην επηρεάζεται η θνησιμότητα) και οι παροχές, όπως για παράδειγμα ένα πιο πολυτελές δωμάτιο ή πιο ‘γκουρμέ’ φαγητό στα ιδιωτικά νοσοκομεία. Εάν, λοιπόν, κάποιος δεν θέλει να περιμένει στην ουρά, ή επιθυμεί μια πιο άνετη διαμονή, μπορεί να πληρώσει κάτι παραπάνω και να πάει σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο. Με αυτό τον τρόπο, το ιδιωτικό σύστημα λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, που βοηθά τον δημόσιο τομέα».
Αν και υπάρχουν διαφορές σε σχέση με τις επιχορηγήσεις του κράτους και με την κάλυψη των ασφαλιστικών εταιριών, σε μια πρώτη ματιά τα συστήματα των χωρών αυτών μοιάζουν μεταξύ τους και θυμίζουν αρκετά το δικό μας, ελληνικό σύστημα υγείας – τουλάχιστον στη θεωρία. Ωστόσο, ο καθηγητής τονίζει ότι πέρα από την αρμονική συνύπαρξη μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ένα είναι το κοινό χαρακτηριστικό που εξηγεί την καλύτερη πρόγνωση που έχουν οι ασθενείς σε αυτές τις χώρες, σε σχέση με πολλές άλλες.
Και μολονότι η πρώτη μας σκέψη είναι πως θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην καλύτερη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας, αυτό φαίνεται πως είναι μονάχα ένα μέρος της λύσης.
Όπως τονίζει το ρεπορτάζ των New York Times, οι χώρες που μελετήθηκαν επενδύουν ανάμεσα στο 10 και στο 12% του ΑΕΠ τους στον τομέα της υγείας, με εξαίρεση τη Σιγκαπούρη, που βρίσκεται γύρω στο 5% (αλλά καθώς ο πληθυσμός της γερνάει, προβλέπεται επίσης να φτάσει στο 8 – 10%). Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται περίπου στο 6% για την τελευταία διετία.
Ο διπλασιασμός των χρημάτων που διατίθενται στην υγεία, έτσι ώστε να φτάσει η Ελλάδα τα αντίστοιχα νούμερα της Αγγλίας και της Γαλλίας μοιάζει να είναι μια καλή ιδέα, όμως ο δρ. Carroll τονίζει πως στην Αμερική το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 18%, αλλά η αποδοτικότητα του συστήματος της χώρας είναι κατά πολύ χειρότερη.
Η ρύθμιση που κάνει τη διαφορά
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, ο παράγοντας που καθορίζει την επιτυχία είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάθε κράτος αντιλαμβάνεται την έννοια της «ιατρικής περίθαλψης».
«Πρόκειται για μια στενόμυαλη αντίληψη που ορίζει την ιατρική περίθαλψη ως τις παροχές που έχει ένας πολίτης όταν αρρωσταίνει, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη όλα αυτά που χρειάζεται για να διατηρήσει την υγεία του όταν την έχει. Κοινωνικές παροχές όπως η στέγαση, η πρόσβαση σε ποιοτική διατροφή και εκπαίδευση είναι εξίσου ή και περισσότερο σημαντικό μέρος της ιατρικής περίθαλψης, με τα νοσοκομεία, τους γιατρούς και τα φάρμακα», γράφει ο δρ. Carroll.
Ο ίδιος, μάλιστα, δίνει το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας, η οποία τον τελευταίο χρόνο «έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην ισότητα και σε ευρύτερους παράγοντες που καθορίζουν την υγεία, όπως είναι το εισόδημα, η εκπαίδευση και η στέγαση».
Ιδίως όσον αφορά το τελευταίο, η Σιγκαπούρη έχει επενδύσει σημαντικά ποσά στη στέγαση των πολιτών της, με την συντριπτική πλειοψηφία των οποίων να ζει σε ιδιόκτητο σπίτι, επιχορηγούμενο σε μεγάλο βαθμό από το κράτος (μόνο το 10% των κατοίκων της χώρας ζει στο ενοίκιο). Ως εκ τούτου, ο μέσος Σιγκαπουριανός ξοδεύει λιγότερο από το 25% του εισοδήματός του για τη στέγασή του, κάτι που μεταφράζεται σε μεγαλύτερη ευημερία και καλύτερη υγεία.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το κράτος της Σιγκαπούρης να χρειάζεται να ξοδεύει μόλις το 5% του ΑΕΠ της στον τομέα της υγείας, χωρίς όμως μείωση του προσδόκιμου ορίου ζωής των πολιτών της, το οποίο φτάνει σχεδόν τα 84 έτη.
«Τα συστήματα αυτών των χωρών δεν είναι τέλεια. Αντίθετα, τα κράτη αυτά έχουν να αντιμετωπίσουν διάφορα προβλήματα όπως είναι το δημογραφικό ζήτημα, η αγορά νέων, ακριβών ιατρικών εξοπλισμών και μεγάλο συνωστισμό που μεταφράζεται σε ώρες αναμονής, όπως συμβαίνει και με εμάς. Αυτά τα προβλήματα μπορούν να προκαλούν την ενόχληση των πολιτών, οι οποίοι τείνουν να παραπονιούνται συχνά, ακόμα και στις 5 προαναφερθείσες χώρες, οι οποίες θεωρείται ότι έχουν σημειώσει σημαντική επιτυχία. Όμως, το σημαντικό είναι ότι αν και ενοχλημένοι, οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν υγιείς».