Συνομιλώντας με βασικούς εκπροσώπους της εγχώριας και διεθνούς φαρμακοβιομηχανίας, οι κ. Δημήτρης Π. Γιαννακόπουλος Πρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΒΙΑΝΕΞ και Κωνσταντίνος Παναγούλιας, Αντιπρόεδρος ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. τοποθετήθηκαν για τα καίρια θέματα που απασχολούν τη σύγχρονη ελληνική φαρμακοβιομηχανία και την ανθεκτικότητά της, τις επενδύσεις του κλάδου, την καινοτομία και τις πολιτικές που ορίζουν το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο της φαρμακευτικής αγοράς.
Ο Πρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΒΙΑΝΕΞ, κ. Δημήτρης Π. Γιαννακόπουλος, συμμετείχε στη συζήτηση «Greek Local Champions: Building Resilient Health Systems With Added Value Investments» που συντονίστηκε με τη συνδρομή της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), και συζητήθηκε η συμβολή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, αλλά και στην επάρκεια των φαρμάκων.
Local champion η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία
Ο κ. Γιαννακόπουλος σημείωσε σχετικά με την ΒΙΑΝΕΞ και τη θέση της στην ελληνική οικονομία: «Θεωρώ πολύ σημαντικό το γεγονός ότι σε ένα τόσο σημαντικό θεσμό για τη χώρα μας με διεθνή εμβέλεια, όπως το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία αναγορεύεται σε local champion. (…) Η ΒΙΑΝΕΞ έχει εδραιωθεί εδώ και δύο δεκαετίες ως η μεγαλύτερη ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Τα τελευταία τρία χρόνια, μάλιστα, βρίσκεται στην κορυφή μεταξύ ελληνικών και ξένων εταιρειών, ξεπέρασε δηλαδή και τις πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Ενδεικτικά το 2022, κλείσαμε στα 443,1εκ. Ευρώ και κατέχοντας το 10% της ελληνικής αγοράς. (…)
Η ΒΙΑΝΕΞ από την ηγετική της θέση, έχει τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων φαρμάκων ξεκινώντας από την έρευνα και ακολουθώντας όλα τα βήματα μέχρι τον ασθενή. Αξίζει να σημειωθεί ότι είμαστε η μοναδική εταιρεία που παράγει ενέσιμα ογκολογικά σκευάσματα στην Ελλάδα. Τα 4 υπερσύγχρονα εργοστάσια ενισχύονται σταθερά με επενδύσεις στον τεχνολογικό εξοπλισμό και παράλληλα επεκτείνονται οι παραγωγικές τους δυνατότητες. Θα πούμε, όμως, περισσότερα στη συνέχεια για το θέμα αυτό».
Έγκριση της δεξαμεθαζόνης
Ο κ. Γιαννακόπουλος σχετικά με την περίοδο της πανδημίας, σημείωσε ότι: «Το πρώτο φάρμακο που εγκρίθηκε παγκοσμίως στα νοσοκομειακά πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση του covid, ήταν η δεξαμεθαζόνη. Στην Ελλάδα, το 90% της ενέσιμης δεξαμεθαζόνης διατίθεται από τη ΒΙΑΝΕΞ. Μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών που αντιμετώπιζαν ελλείψεις ζητούσαν να αγοράσουν από εμάς σε 4πλάσια τιμή. Δεν πουλήσαμε στους ξένους, μείναμε εδώ, παρείχαμε τα προϊόντα μας στην ελληνική αγορά, παρόλο που πληρώναμε 60% clawback. Άρα η φαρμακοβιομηχανία δεν είναι εδώ μόνο για την κερδοφορία, είναι για να στηρίζει την κοινωνία, να στηρίζει τους Έλληνες και τους ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα. Πάλι σε σχέση με τον covid, οι ηπαρίνες ήταν φάρμακο πρώτης γραμμής για την πρόληψη των θρομβώσεων. Η ΒΙΑΝΕΞ καλύπτει το 25% των αναγκών σε ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους και συνέβαλε καθοριστικά για να μην ξεμείνουν τα νοσοκομεία. Επίσης, και στις κλασικές ηπαρίνες, έχουμε το 100% της παραγωγής. Από φέτος, αναλάβαμε την παγκόσμια παραγωγή καθώς η δανέζικη εταιρεία έκλεισε το εργοστάσιο όπου παράγονταν. Με επένδυση σε τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό, πλέον η παγκόσμια παραγωγή θα γίνεται στο εργοστάσιο Α΄ της ΒΙΑΝΕΞ».
Ολοκληρώθηκε το project της ιχνηλατοποίησης
Σε σχέση με τις επενδυτικές κινήσεις της εταιρείας, αλλά και τον ανταγωνισμό, ο κ. Γιαννακόπουλος σημείωσε: «Η ΒΙΑΝΕΞ έχει ένα συνεκτικό επενδυτικό σχεδιασμό με βάση τους στρατηγικούς μας στόχους και δεν περιμένουμε να διαμορφωθούν ευνοϊκότεροι όροι για να τον υλοποιήσουμε. Για παράδειγμα, ολοκληρώσαμε από τους πρώτους -αν όχι οι πρώτοι- το project της ιχνηλατοποίησης με ίδιους πόρους, τηρώντας μάλιστα τα ευρωπαϊκά χρονοδιαγράμματα. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το επενδυτικό μας πρόγραμμα είναι διαχρονικό, ώστε να είμαστε πάντα πρωτοπόροι και δεν εξαρτάται από τα εκάστοτε κίνητρα που δίνονται από την Πολιτεία, είτε είναι αναπτυξιακοί νόμοι, είτε τώρα ο συμψηφισμός με το clawback, τα οποία βεβαίως θεωρούμε θετικά.
Ειδικά για τον συμψηφισμό του clawback με επενδυτικές δαπάνες, χαιρόμαστε που θεσμοθετήθηκε το μέτρο αυτό, γιατί έδωσε τη δυνατότητα και σε άλλες εταιρείες του χώρου να προβούν σε επενδύσεις που τις ανεβάζουν επίπεδο.
Είναι θετικό να υπάρχει πλέον ανταγωνισμός και άμιλλα, κάτι που θα καταστήσει τη φαρμακοβιομηχανία έναν από τους μεγαλύτερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, τα όποια μέτρα λαμβάνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση, θα πρέπει βέβαια να βγαίνουν με άξονα την ίση μεταχείριση προς όλους και όχι κλείνοντας το μάτι σε επιλεγμένες εταιρείες.
Ο επόμενος στόχος της ΒΙΑΝΕΞ
Για τη ΒΙΑΝΕΞ, ο στόχος πλέον είναι να ξεπεράσουμε τα σύνορα της χώρας. Η ελληνική αγορά έχει ταβάνι, το μερίδιό μας δεν μπορεί να πάει πιο πάνω. Έχοντας, λοιπόν, εδραιωθεί στην κορυφή, το επόμενο στοίχημα είναι να γίνουμε η μεγαλύτερη εταιρεία Υγείας στα Βαλκάνια, όχι μόνο στο κομμάτι του φαρμάκου, αλλά γενικότερα στην Υγεία.
Ετοιμάζονται επενδύσεις τόσο για τη γεωγραφική μας επέκταση όσο και σε παρεμφερείς τομείς δραστηριότητας, όπως τα καλλυντικά, OTC, medical devices. (…)».
Τέλος, αναφορικά με την παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα, ο κ. Γιαννακόπουλος ανέφερε: «Ισχυρή παραγωγή φαρμάκου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σημαίνει καλύτερη υγεία για τους πολίτες. Θα πρέπει να απλουστευθεί το θεσμικό πλαίσιο και να υπάρξουν ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία. Σημαντικός παράγοντας είναι η ποιότητα. Όλοι θυμόμαστε πριν από μερικούς μήνες, τι έγινε στην Αφρική και την Ασία από μολυσμένα σιρόπια για τον βήχα. Το λέω αυτό, γιατί δεν μπορούμε να πουλάμε σε τιμές Ινδίας αλλά να έχουμε ποιότητα Ευρώπης. Επομένως, θα πρέπει να επανεξεταστεί η τιμολογιακή πολιτική. Άρα, το ζητούμενο είναι να διασφαλίσουμε με ποιοτικά φάρμακα και την Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές χώρες, όταν το έχουν ανάγκη».
Ο κ. Κωνσταντίνος Παναγούλιας, Αντιπρόεδρος ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε., συμμετείχε στο πάνελ «Strategies For Boosting Health Innovation» όπου συζητήθηκαν μεταξύ άλλων, οι στρατηγικές για την ενίσχυση της καινοτομίας της Υγείας.
Τέσσερα επίπεδα διάκρισης της καινοτομίας
Αναλύοντας την έννοια της καινοτομίας, ο κ. Παναγούλιας ανέφερε: «Συνηθέστερα, η διάκριση των καινοτομιών γίνεται σε τέσσερα επίπεδα που εκφράζουν τη σχέση μεταξύ της χρήσης μιας υπάρχουσας ή μιας καινούργιας τεχνολογίας και τη διείσδυση σε μια ήδη υπάρχουσα ή μια νέα αγορά. Είναι: 1) Η Οριακή καινοτομία (marginal innovation), από τις πιο κοινές μορφές καινοτομίας που μπορούμε να συναντήσουμε στην αγορά, που χρησιμοποιεί την ίδια υπάρχουσα τεχνολογία και απλά προσθέτει μικροαλλαγές διαφοροποίησης, 2) Η Βελτιωτική καινοτομία (Me-too innovation) που αφορά το λανσάρισμα νέων φαρμακευτικών ουσιών χωρίς ιδιαίτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα 3) Η Διασπαστική καινοτομία (disruptive innovation), ένας τύπος επιχειρηματικής καινοτομίας που αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες ή τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα διαταράσσοντας την υπάρχουσα αγορά και 4) Η Ριζική καινοτομία (radical innovation), δηλαδή η νέα τεχνολογία, σε Νέα Αγορά, όπου αξιοποιούνται εξ’ ολοκλήρου νέες τεχνολογίες, υπηρεσίες και επιχειρηματικά μοντέλα που ανοίγουν νέες αγορές».
«Βάσει των κριτηρίων που επικρατούν στη Γαλλία μόνο το 1% των προϊόντων θεωρείται καινοτόμο, ενώ στη Γερμανία το 10%. Στην Ελλάδα όμως έχουμε μια τάση να τα θεωρούμε όλα τα νέα προϊόντα καινοτόμα.
Βάσει αυτών των βαθμίδων της καινοτομίας θα πρέπει αντίστοιχα να καθορίζονται και τα κίνητρα, τα οποία αφορούν την τιμοδοτική πολιτική, την πολιτική αποζημίωσης, την προστασία των δικαιωμάτων και τις επιδοτήσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη.»
Εν συνεχεία ο κ. Παναγούλιας σημείωσε ότι: «Στις επαναστατικές θεραπείες, θα πρέπει να δοθούν σημαντικότατα κίνητρα. Θα πρέπει να εξετάσουμε να αποζημιώνονται με προϋπολογισμούς, πέραν από το συγκεκριμένο που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Σε μια εποχή που μιλάμε για γονιδιακές θεραπείες, δεν μπορούμε να τις αποζημιώνουμε με προϋπολογισμούς που μας επιβλήθηκαν στην κρίση. Άλλωστε, φθηνότερη καινοτομία δεν πρέπει να επιζητούμε, αλλά ακριβότερη για να φέρει επαναστατικές λύσεις. Ο μόνος μηχανισμός να γίνει πιο φθηνή η καινοτομία είναι οι χρηματοδοτήσεις που δίνονται, είτε σε εσωτερικό, είτε ευρωπαϊκό επίπεδο»
Κλείνοντας ο κ. Παναγούλιας πρόσθεσε ότι είναι εναντίον της μείωσης του χρόνου προστασίας διότι αυτό είναι σημαντικό αντικίνητρο και δεν προάγει το γενικό στόχο που έχει η Ευρώπη, να δημιουργήσει νέα στρατηγική για τη φαρμακευτική αγορά.