Ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι η Ευρώπη χάνει συνεχώς έδαφος στις κλινικές μελέτες. Κερδισμένοι είναι η Κίνα και οι ΗΠΑ. Παρά την αύξηση των κλινικών μελετών παγκοσμίως κατά 38% την τελευταία δεκαετία, το παγκόσμιο μερίδιο των μελετών που διεξάγονται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) έχει μειωθεί δραματικά, σχεδόν κατά το ήμισυ.
Σύμφωνα με νέα έκθεση της IQVIA για την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων και Συνδέσμων (EFPIA) και την Vaccines Europe, το μερίδιο του ΕΟΧ στις εμπορικές μελέτες -δηλαδή αυτές που χρηματοδοτούνται από φαρμακευτικές εταιρείες- έχει υποχωρήσει από 22% το 2013, σε 18% το 2018, και έπειτα σε μόλις 12% το 2023.
Σύμφωνα με τα δεδομένα, αυτό σημαίνει ότι 60.000 λιγότεροι ασθενείς έχουν πρόσβαση σε μελέτες εντός του ΕΟΧ, ενώ 20.000 λιγότερες θέσεις είναι διαθέσιμες σε μελέτες που αφορούν μόνο χώρες του ΕΟΧ.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι, τονίζει η EFPIA, χάνουν την ευκαιρία να αποκτήσουν πρόσβαση στα νέα καινοτόμα φάρμακα. Τα στοιχεία δείχνουν σημαντικές διακυμάνσεις ανά χώρα εντός του ΕΟΧ.
Σε μια σημαντική γεωγραφική αλλαγή, η Κίνα έχει διπλασιάσει τον αριθμό των εμπορικών μελετών της από το 2018, καταλαμβάνοντας τώρα το 18% των παγκόσμιων εμπορικών κλινικών μελετών.
Μόνο 100 εκατ. απορροφά η Ελλάδα
Περισσότερα από 44 δις ευρώ επενδύονται κάθε χρόνο για κλινικές μελέτες στην Ευρώπη, με την Ελλάδα δυστυχώς να απορροφά λιγότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ.
«Εάν από τη συνολική δαπάνη σε Έρευνα και Ανάπτυξη στο φαρμακευτικό κλάδο που πραγματοποιείται στην Ευρώπη, το 1.5% επενδυόταν στην Ελλάδα, αυτό θα σήμαινε 500 εκατ. σε επενδύσεις στις Κλινικές Μελέτες, που οδηγεί σε 1 δισ. ευρώ αύξηση του ΑΕΠ, 180 εκ. ευρώ έσοδα από φόρους και 23.000 νέες θέσεις εργασίας».
Τα παραπάνω είχε τονίσει την άνοιξη ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Κλινικών Μελετών που είναι στις 20 Μαΐου. Ο ΣΦΕΕ, σε ανακοίνωσή του, επισήμαινε τον σπουδαίο ρόλο της Κλινικής Έρευνας στην προάσπιση και την προαγωγή της Δημόσιας Υγείας: «Οι κλινικές μελέτες προσφέρουν στους ασθενείς πρόσβαση σε δυνητικά πρωτοποριακές θεραπείες ή θεραπείες που δεν είναι ακόμη διαθέσιμες στο ευρύ κοινό. Διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην προώθηση της ιατρικής γνώσης, στη βελτίωση της φροντίδας των ασθενών και, τελικά, στη βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης».
Σημειώνεται δε πως μόλις πριν από 25 χρόνια, κάθε δεύτερη νέα θεραπεία προερχόταν από την Ευρώπη. Σήμερα, αυτός ο αριθμός έχει μειωθεί σε λιγότερο από μία στις πέντε θεραπείες, που σημαίνει λιγότερες ευκαιρίες πρόσβασης σε θεραπείες αιχμής για τους Ευρωπαίους ασθενείς γενικά και τους Έλληνες ειδικότερα.