Η 8η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως η Ημέρα της Γυναίκας, μια ημέρα για τον εορτασμό των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών και πολιτικών επιτευγμάτων των γυναικών παγκοσμίως, ενώ παράλληλα τονίζει την ανάγκη δράσης και επιτάχυνσης της ισότητας των φύλων.
Παρότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την ισότητα των φύλων, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν βρίσκονται ακόμα στο ίδιο επίπεδο ισότητας. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Δύο γυναίκες γιατροί μιλούν στο HealthStat και μεταφέρουν την εμπειρία τους, μα κυρίως τα βιώματά τους από τη θέση της γυναίκας εργαζόμενης σε νοσοκομείο.
Ξεκάθαρες διακρίσεις
Η Δέσποινα Τοσονίδου, μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ) και πρόεδρος των εργαζομένων στο Ασκληπιείο Βούλας, μεταφέρει στο HealthStat τις δυσκολίες που βιώνουν τόσο οι γυναίκες γιατροί όσο και οι γυναίκες που ανήκουν στο υπόλοιπο υγειονομικό προσωπικό. «Οι γυναίκες γιατροί είναι σε μειονεκτική θέση και αυτό πρέπει να προβληματίσει σοβαρά» σημειώνει και παραθέτει δύο παραδείγματα. Το ένα αφορά την περίπτωση που απορρίφθηκε γυναίκα στο να πάρει θέση μόνιμη στο ΕΣΥ, επειδή ήταν μητέρα δύο μικρών παιδιών (είναι η περίπτωση της Αργυρώς Κυριακάκη που θα συναντήσουμε αργότερα στο κείμενο). Επίσης, πρόσφατο παράδειγμα είναι η καταγγελία της Καλλιόπης Αθανασιάδου, που διεκδίκησε θέση συντονίστριας θωρακοχειρουργικής κλινικής. «Είναι εγνωσμένης επιστημονικής αξίας και δέχτηκε σαφέστατη σεξιστική συμπεριφορά στο πλαίσιο της συνέντευξης της επιτροπής κρίσεως» τονίζει η Δ. Τοσονίδου, προσθέτοντας ότι είναι απορίας άξιο γιατί είναι ελάχιστες οι γυναίκες που κατέχουν θέσεις ευθύνης στα δημόσια νοσοκομεία συγκριτικά με τους άνδρες συναδέλφους τους, ακόμα και σε ειδικότητες που οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερες πχ. αναισθησιολόγοι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σε θέσεις ευθύνης όπως προϊστάμενοι διευθυντές, σαφέστατα περισσότεροι είναι οι άντρες, πράγμα που δεν δικαιολογείται με βάση τα επιστημονικά προσόντα ή τη διοικητική ικανότητα των ανδρών και των γυναικών μέσα στο σύστημα. Μία χαρακτηριστική περίπτωση που δείχνει ότι υπάρχει ένα ολόκληρο κομμάτι γιατρών οι οποίοι υπηρετούν μετά λόγου γνώσης την κυρίαρχη ιδεολογία και τη σεξιστική άποψη για του τι είναι οι γυναίκες και τι πρέπει να κάνουν στη ζωή τους, είναι το περίφημο συνέδριο γονιμότητας που είχαν προσπαθήσει να κάνουν πριν από δύο χρόνια δύο γυναικολόγοι. «Είχαν προσπαθήσει να τεκμηριώσουν μία άποψη που λέει ότι η γονιμότητα είναι μεγαλύτερη μέχρι την ηλικία των 25 ετών και μετά μειώνεται. Άρα οι γυναίκες αυτό που έχουν να κάνουν είναι να τεκνοποιούν νωρίς. Επομένως πόσος χώρος μένει για τη γυναίκα να διεκδικήσει μία άλλη θέση στην παραγωγή ή στην επιστήμη ή στην τέχνη;».
Αναφορικά με τους υπόλοιπους υγειονομικούς πλην γιατρών, στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες. Όπως επισημαίνει η Δ. Τοσονίδου το νοσηλευτικό προσωπικό, όπως και το διοικητικό, είναι κυρίως γυναίκες. Ακόμα και οι μικρότερες βαθμίδες (καθαρίστριες, τραπεζοκόμες κτλ). Μάλιστα, το γεγονός ότι για τις τελευταίες χρησιμοποιούμε το θηλυκό γένος, δείχνει ότι αυτό έχει καθιερωθεί λόγω της συντριπτικής πλειοψηφίας. «Παρόλα αυτά η συνδικαλιστική εκπροσώπησή τους είναι πάντα αρσενικού γένους στο δημόσιο σύστημα υγείας. Είναι της γης οι κολασμένες κυριολεκτικά» υπογραμμίζει η πρόεδρος των εργαζομένων στο Ασκληπιείο Βούλας και προσθέτει ότι για το νοσηλευτικό προσωπικό πρόκειται για γυναίκες που με τεράστιο κόστος προσπαθούν να υπηρετήσουν τους πολλαπλούς ρόλους. «Είναι μαμάδες ή φοιτήτριες και πρέπει να υπηρετήσουν ένα απάνθρωπο ωράριο εργασίας. Δηλαδή, να έρθουν το πρωί να κάνουν βάρδια, να γυρίσουν στο σπίτι να κάνουν ότι χρειάζεται, στο σπίτι να φροντίσουν τα παιδιά τους και να ξαναπάνε το απόγευμα στη δουλειά, να κάνουν τη βραδινή βάρδια, να γυρίσουν 8:00 το πρωί στο σπίτι, να κάνουν ότι χρειάζεται, για να πάμε το απόγευμα στη δουλειά τους. Είναι το πιο απάνθρωπο ωράριο που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους στο δημόσιο νοσοκομείο». Μάλιστα, όλα τα παραπάνω χωρίς κάποια διευκόλυνση, καθώς δεν υπάρχουν παιδικοί σταθμοί που να εξυπηρετούν τις γυναίκες εργαζόμενες στα νοσοκομεία και ακόμα και εκεί που υπήρχαν έκλεισαν επί Ν.Δ., όπως στο Ασκληπιείο Βούλας.
Συμπερασματικά, στο δημόσιο σύστημα υγείας η πλειοψηφία των εργαζομένων εκεί είναι γυναίκες, «αν μιλάνε για τις γιατρίνες είναι σαφέστατα σε μειονεκτική θέση και δεν τους αναγνωρίζονται τα ίδια που αναγνωρίζονται στους άντρες συναδέλφους τους, είτε σε ότι αφορά μία θέση ευθύνης είτε σε ότι αφορά ακόμα και τη διεκδίκηση μιας θέσης μόνιμης γιατρού. Αν μιλάμε για το υπόλοιπο προσωπικό, επικρατεί μία τρομακτική καταπίεση που έχει να κάνει σαφώς με το φύλο τους» καταλήγει η Δέσποινα Τοσονίδου.
Η προσωποποίηση της αδικίας
Η περίπτωση της Αργυρώς Κυριακάκη είναι ενδεικτική για το τι μπορεί να αντιμετωπίσει μία γυναίκα εργαζόμενη στο ΕΣΥ. Το 2016 είχαν προκηρυχθεί θέσεις Επιμελητών Β’, μία από αυτές στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Η κρίση για την Αργυρώ Κυριακάκη, μητέρας 2 παιδιών έγινε το Μάιο του 2021 και το συμβούλιο επιλογής έγραφε στα πρακτικά πως η γιατρός είναι μεν αξιόλογη, αλλά έχει το… μειονέκτημα πως είναι μητέρα δυο παιδιών και πως -κατά την κρίση τους – δεν θα μπορεί να συνδυάσει τη μητρότητα με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις της. Το υπουργείο υγείας. διάμεσου της τότε αναπληρώτριας υπουργού Μίνας Γκάκα, ανακοίνωσε μετά τον σάλο ότι η κα Κυριακάκη απορρίφθηκε για τη θέση λόγω λιγότερων τυπικών προσόντων, αλλά η γιατρός είχε απαντήσει πως «το αίτημά μου, το οποίο τελικώς το υπουργείο Υγείας απέρριψε, αφορά στο σκεπτικό του Συμβουλίου Κρίσεων, όπως αυτό αποτυπώνεται σαφέστατα στο πρακτικό της συνεδρίασης και όχι σε τυχόν ένστασή μου αναφορικά με τη συγκριτική βαθμολόγηση των υποψηφίων, καθώς αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αίτιο αναπομπής».
Σήμερα, η Αργυρώ Κυριακάκη, από τη θέση της Επιμελήτριας Α’ γιατρού ΕΣΥ, τονίζει στο HealthStat ότι η θέση της γυναίκας εργαζόμενης στο σύστημα υγείας δεν διαφέρει από τα άλλα επαγγέλματα. «Δηλαδή, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι τεράστιες, γιατί δεν υπάρχει βοήθεια από το κράτος» εξηγεί και προσθέτει ότι δεν υπάρχει βοήθεια για το παιδί, ούτε κάποιο ειδικό επίδομα ώστε να υπάρχει αρωγή μέχρι το παιδί να πάει σχολείο. «Θέλουν τη γυναίκα να εργάζεται σαν να μην έχει παιδιά και να είναι μητέρα σαν να μην εργάζεται» υπογραμμίζει, συμπληρώνοντας πως υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες που κάνουν αδύνατο να μπορέσει να ανταπεξέλθει μία γυναίκα είτε στα οικογενειακά καθήκοντα είτε στα επαγγελματικά καθήκοντα. Ιδιαίτερα στον τομέα της Υγείας, στο ιατρικό κομμάτι υπάρχουν 24ωρες εφημερίες συνεχόμενα χωρίς ρεπό, λόγω των συνθηκών. «Οπότε μετά είναι αδύνατο να επιστρέψεις και να έχεις τη διαύγεια και την ξεκούραση ώστε να μπορέσεις να μεγαλώσεις τα παιδιά, να τα διαβάσεις, να παίξεις, να μαγειρέψεις. Πρέπει να υπάρχει κάποια βοήθεια. Δυστυχώς καμία κυβέρνηση δεν έχει βοηθήσει ώστε να υπάρχει πρόνοια σε αυτό το θέμα» σημειώνει η Αργυρώ Κυριακάκη. Τέλος, τονίζει πως παρότι υπάρχουν διακρίσεις σε κάθε επάγγελμα, ίσως στην υγεία είναι λίγο πιο σκληρό γιατί χρειάζονται μεγαλύτερες αντοχές.