Ένα συγκεκριμένο είδος γενετικού τεστ που βοηθά στον προσδιορισμό του καλύτερου αντικαταθλιπτικού για ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή κατάθλιψη θα μπορούσε να αποφέρει σημαντική εξοικονόμηση στο σύστημα υγείας και να βελτιώσει σημαντικά τα αποτελέσματα των ασθενών, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα.
Η μελέτη, κατέδειξε ότι η εφαρμογή φαρμακογονιδιωματικών δοκιμών, θα μπορούσε να εξοικονομήσει στο σύστημα δημόσιας υγείας πάνω από 900 εκατομμύρια σε βάθος 20 ετών.
Οι φαρμακογονιδιωματικές δοκιμές στοχεύουν να ταιριάξουν τους ασθενείς με φάρμακα που είναι πιο πιθανό να είναι αποτελεσματικά και να προκαλούν λιγότερες παρενέργειες, με βάση το γενετικό τους προφίλ.
Τα ευρήματα δείχνουν, ότι το όφελος για τους ασθενείς, θα μπορούσε να είναι τεράστιο, συμπεριλαμβανομένων αυξημένων ποσοστών καλύτερης ποιότητας ζωής, ενώ θα δημιουργηθεί σημαντική εξοικονόμηση κόστους, κρατώντας τους ανθρώπους εκτός νοσοκομείων και με πιο εντατικές οδούς θεραπείας.
Η περίπτωση του Καναδά
Ένας στους 10 Καναδούς θα βιώσει σοβαρή κατάθλιψη κάποια στιγμή στη ζωή του, καθιστώντας την ένα από τα μεγαλύτερα βάρη για τη δημόσια υγεία. Ενώ περισσότερα από 35 αντικαταθλιπτικά φάρμακα είναι διαθέσιμα στον Καναδά, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς δεν ανταποκρίνονται σε όσα τους είχε αρχικά συνταγογραφηθεί, και περίπου το 27% αναφέρει ανεπιθύμητες παρενέργειες.
Γενετικοί Παράγοντες
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι έως και το 42% της διακύμανσης στον τρόπο με τον οποίο οι ασθενείς ανταποκρίνονται σε αυτά τα φάρμακα οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες.
Ο φαρμακογονιδιωματικός έλεγχος χρησιμοποιεί γενετικές πληροφορίες, που συνήθως με εξέταση αίματος ή δείγμα σάλιου, για να βοηθήσει στην καθοδήγηση της επιλογής και της δοσολογίας του φαρμάκου.
Τα γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας μεταβολίζει διαφορετικά αντικαταθλιπτικά, κάτι που τελικά επηρεάζει την αποτελεσματικότητά τους. Οι γενετικές γνώσεις που παρέχονται από τις φαρμακογονιδιωματικές δοκιμές μπορούν να βοηθήσουν τους γιατρούς να λάβουν πιο ενημερωμένες αποφάσεις θεραπείας και να μειώσουν τη μακροχρόνια διαδικασία δοκιμής και λάθους που αντιμετωπίζουν πολλοί ασθενείς, στην εύρεση ενός αποτελεσματικού φαρμάκου.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές συνεργάστηκαν με ασθενείς, κλινικούς ιατρούς και κυβερνητικούς εταίρους για να αναπτύξουν ένα μοντέλο προσομοίωσης που θα μιμείται την εμπειρία ασθενών με μείζονα κατάθλιψη, από τη διάγνωση έως τη θεραπεία, την υποτροπή και την ανάρρωση.
Το μοντέλο έδειξε ότι οι φαρμακογονιδιωματικές δοκιμές θα οδηγούσαν σε 37% λιγότερους ασθενείς που εμφανίζουν κατάθλιψη ανθεκτική στη θεραπεία, μια κατάσταση στην οποία η κατάθλιψη των ασθενών δεν βελτιώνεται παρά την προσπάθεια πολλών ειδών θεραπείας.
Ο φαρμακογονιδιωματικός έλεγχος θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα οι ασθενείς να περνούν 15% περισσότερο χρόνο χωρίς συμπτώματα κατάθλιψης, με αποτέλεσμα 1.869 λιγότερους αναμενόμενους θανάτους, και 21.346 λιγότερες εισαγωγές σε νοσοκομεία σε διάστημα 20 ετών.
Όλοι οι άνθρωποι με μείζονα κατάθλιψη, αξίζουν να αισθάνονται αισιόδοξοι για τη ζωή τους. Ο γενετικός έλεγχος μπορεί να τους δώσει την ευκαιρία να μάθουν ποια θεραπεία χρειάζονται και όχι τις 10 που δεν χρειάζονται!
Οι ερευνητές, επισημαίνουν, ότι η ανάλυσή τους υποστηρίζει ότι συμπεριλαμβάνονται οι φαρμακογονιδιωματικές δοκιμές ως μέρος της συνήθους, δημόσιας χρηματοδότησης υγειονομικής περίθαλψης για άτομα και με σοβαρή κατάθλιψη.