Η πνευμονία αποτελεί λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος και συγκαταλέγεται στα δέκα συχνότερα αίτια θανάτου σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, καθώς και την πρώτη αιτία θανάτου από λοιμώδη νοσήματα. Παρότι οι πνεύμονες εκτίθενται διαρκώς σε μικροβιακούς παράγοντες μέσω του εισπνεόμενου αέρα και των μικροεισροφήσεων από το ανώτερο αναπνευστικό, οι κατώτεροι αεραγωγοί παραμένουν απαλλαγμένοι από μικρόβια χάρη στο πολύπλοκο αμυντικό σύστημα του αναπνευστικού συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει τόσο ανατομικούς όσο και χημικούς και κυτταρικούς παράγοντες.
«Η πνευμονία εκδηλώνεται όταν υπάρχει ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού, έκθεση σε παράγοντα με υψηλή λοιμογόνο δύναμη και είσοδος του παθογόνου στους πνεύμονες μέσω εισροφήσεων μικροβιακής χλωρίδας από το ανώτερο αναπνευστικό, σπανιότερα με εισπνοή μικροσταγονιδίων ή αιματογενή διασπορά. Μπορεί να επηρεάσει έναν ή και τους δύο πνεύμονες, προκαλώντας φλεγμονή των κυψελίδων και πλήρωσή τους με φλεγμονώδες υλικό, δυσχεραίνοντας τη μεταφορά οξυγόνου στο αίμα», αναφέρει ο κ. Δημήτρης Μητρομάρας, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος και Διευθυντής της Ε’ Πνευμονολογικής Κλινικής του Metropolitan General. Τα βασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, βήχα με συνοδό απόχρεμψη και δύσπνοια, ενώ εάν αυτά επιμένουν, ο ασθενής πρέπει να συμβουλευτεί γιατρό για έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
Διάγνωση
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ η διάγνωση επιβεβαιώνεται κλινικά, καθώς χαρακτηριστικά ευρήματα, όπως οι τρίζοντες, ενδέχεται να εμφανιστούν πριν από τις ακτινολογικές αλλοιώσεις. Στις ιογενείς ή άτυπες πνευμονίες, τα ευρήματα αυτά συνήθως απουσιάζουν. Η ακτινογραφία θώρακος είναι κρίσιμη για την επιβεβαίωση, καθώς σπάνια πνευμονία συνοδεύεται από φυσιολογική ακτινογραφία.
«Οι μικροβιολογικές εξετάσεις είναι σημαντικές για τη διάγνωση, με τους δείκτες φλεγμονής να εμφανίζονται αυξημένοι. Η μείωσή τους κατά τη διάρκεια της θεραπείας υποδεικνύει την αποτελεσματικότητα της αγωγής. Η καλλιέργεια πτυέλων συνδράμει στην απομόνωση του συγκεκριμένου παθογόνου για στοχευμένη αντιβιοτική θεραπεία και τον εντοπισμό σπανιότερων παθογόνων», σημειώνει ο κ. Μητρομάρας, προσθέτοντας πως η εξέταση δεν είναι πάντοτε αξιόπιστη λόγω της ποιότητας του δείγματος. Για τις άτυπες πνευμονίες, χρησιμοποιείται η ανίχνευση αντισωμάτων στον ορό, ενώ η ανίχνευση αντισωμάτων στα ούρα βοηθά στη διάγνωση συγκεκριμένων παθογόνων. Τα κύρια παθογόνα είναι ο πνευμονιόκοκκος και ιοί, όπως ο SARS-CoV-2 και οι ιοί γρίπης τύπου Α και Β.
Θεραπεία
Η θεραπεία καθορίζεται από τη βαρύτητα της νόσου και την κρίση του ιατρού. Εάν η πνευμονία αντιμετωπίζεται κατ’ οίκον, απαιτείται αντιβιοτική αγωγή, επαρκής ανάπαυση, λήψη υγρών και αντιπυρετική αγωγή σε περίπτωση πυρετού. Εάν απαιτείται νοσηλεία, η αγωγή περιλαμβάνει ενδοφλέβια αντιβιοτικά, οξυγονοθεραπεία και εντατική υποστήριξη, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Πρόληψη
Ο εμβολιασμός είναι θεμελιώδης για την πρόληψη της πνευμονίας, με τα εμβόλια κατά του πνευμονιόκοκκου, της ετήσιας γρίπης, του κορωνοϊού και, πρόσφατα, του RSV, ο οποίος χορηγείται κάθε δύο χρόνια σε άτομα άνω των 75 ετών ή από 60-74 ετών με υποκείμενα νοσήματα. Ο εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου συνιστάται σε άτομα 65 ετών και άνω ή ηλικίες 18-65 με υποκείμενα νοσήματα.
Ο κ. Μητρομάρας καταλήγει τονίζοντας τη σημασία της υιοθέτησης υγιεινού τρόπου ζωής, της αποφυγής του καπνίσματος και της έγκαιρης επίσκεψης στον γιατρό σε περιπτώσεις επίμονων ή έντονων συμπτωμάτων, για την προστασία από την πνευμονία και τη μείωση του κινδύνου μετάδοσής της.