Μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την συνάφεια της Βιταμίνης D3 και της συμπεριφοράς ανηλίκων πραγματοποιήθηκε από τον Samuel Sandboge, MD, PhD, του Πανεπιστημίου του Τάμπερε στη Φινλανδία, και τους συνεργάτες του. Το μοντέλο προσαρμόστηκε για διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του φύλου, της εποχής γέννησης, των καταθλιπτικών συμπτωμάτων της μητέρας κατά τη γέννηση και της κατάστασης των γονέων ως ανύπαντρων κατά την παρακολούθηση.
Σύμφωνα με τα πρώτα συμπεράσματα τα βρέφη που έλαβαν 1.200 μονάδες D3 ημερησίως είχαν μικρότερο κίνδυνο εσωτερικευμένων προβλημάτων μέχρι την ηλικία των 7 ετών καθώς τα παιδιά εσωτερικεύουν λιγότερα προβλήματα όταν τους χορηγούνται υψηλές δόσεις βιταμίνης D3 ως βρέφη. Σε σύγκριση με τα μωρά που έλαβαν καθημερινά 400 μονάδες βιταμίνης D3, εκείνα που έλαβαν δόση 1.200 μονάδες είχαν 60% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα εσωτερικοποίησης, όπως κατάθλιψη, μέχρι την ηλικία των 6 έως 8 ετών.
Συνολικά, το 11,8% των βρεφών που έλαβαν τη δόση των 400 μονάδες - την τυπική συνιστώμενη ημερήσια δόση - παρουσίασαν κλινικά σημαντικά προβλήματα εσωτερίκευσης έναντι του 5,6% της ομάδας με την υψηλότερη δόση, έγραψαν οι ερευνητές στο JAMA Network Open. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ των ομάδων όσον αφορά τα προβλήματα εξωτερίκευσης, καθώς και το σύνολο των κλινικά σημαντικών ψυχιατρικών προβλημάτων. Οι υψηλές δόσεις βιταμίνης D3 φάνηκαν περισσότερο προστατευτικές έναντι των προβλημάτων εσωτερίκευσης, όταν λαμβάνονταν υπόψη οι μητρικές συγκεντρώσεις της βιταμίνης. Για παράδειγμα, οι πιθανότητες για προβλήματα εσωτερίκευσης ήταν σημαντικά χαμηλότερες μεταξύ των παιδιών στην ομάδα των 1.200 μονάδων που είχαν μητρικά επίπεδα μεγαλύτερα σε σύγκριση με τα παιδιά στην ομάδα των 400 μονάδων, με μητρικά επίπεδα χαμηλότερα.
Η Βιταμίνη D βοηθά τα παιδιά
Η μέση διαφορά της βαθμολογίας των προβλημάτων εσωτερικοποίησης ήταν σημαντικά χαμηλότερη μεταξύ των παιδιών στην ομάδα των 1.200 μονάδων ανεξάρτητα από το αν οι μητέρες τους είχαν συγκεντρώσεις πάνω ή κάτω από το όριο των 30 ng/mL σε σχέση με τα παιδιά στην ομάδα των 400 μονάδων με μητρικές συγκεντρώσεις που έπεφταν κάτω από 30 ng/mL.
«Αποτελέσματα από προηγούμενες μελέτες, οι οποίες ήταν κυρίως παρατηρησιακές, έδειξαν ότι τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στην παιδική ηλικία, μετρούμενα ως 25-υδροξυβιταμίνη D (25[OH]D) στον ορό, σχετίζονται με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού (ASD) και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ADHD)», επεσήμανε η ομάδα του Sandboge.
«Τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στην παιδική ηλικία έχουν επίσης συσχετιστεί με αυξημένα επίπεδα καταθλιπτικών συμπτωμάτων και προβλημάτων εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης αργότερα στην παιδική ηλικία».
Για να εμβαθύνουν περισσότερο σε αυτό, οι ερευνητές στρατολόγησαν βρέφη στη μελέτη Vitamin D Intervention in Infants (VIDI) η οποία είχε αρχικά ως στόχο να εξετάσει τα διαφορετικά επίπεδα χορήγησης συμπληρώματος βιταμίνης D3 στην αντοχή των οστών και στις λοιμώξεις. Σε αυτή την υπο-ανάλυση των αποτελεσμάτων της ψυχικής υγείας, 169 βρέφη έλαβαν τη δόση 400 μονάδων και 177 τη δόση 1.200 μονάδων από την ηλικία των 2 εβδομάδων έως 2 ετών μέσω σταγονόμετρου από το στόμα. Όλα τα βρέφη ήταν βορειοευρωπαϊκής καταγωγής και προσλήφθηκαν σε ένα μόνο κέντρο στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, που βρίσκεται στις 60 μοίρες βόρειου γεωγραφικού πλάτους.
Τα ψυχιατρικά συμπτώματα μετρήθηκαν γύρω στην ηλικία των 7 ετών με τη χρήση του ερωτηματολογίου Child Behavior Checklist (CBCL)113 στοιχείων, το οποίο αναφέρθηκε από τους γονείς, ενώ τα ευρήματα πρέπει να επαναληφθούν και να επανεκτιμηθούν.
Τέλος, ομάδα του Sandboge δήλωσε επίσης ότι τα αποτελέσματα «πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τη σωματική υγεία των παιδιών (π.χ. ανάπτυξη και αλλεργίες), για τα οποία βρέθηκε ότι οι χαμηλότερες δόσεις ήταν πιο ευεργετικές κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας». Πρέπει επίσης να διερευνηθεί κατά πόσον τα ευρήματα γενικεύονται σε παιδιά που ζουν σε άλλα γεωγραφικά πλάτη.