Μια διατροφή με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (ΓΔ) τροφίμων ή γευμάτων (γλυκαιμικό φορτίο ή ΓΛ) αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, καρδιαγγειακών παθήσεων και καρκίνου.
Αυτό επιβεβαιώνεται από μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Lancet Diabetes Endocrinology από ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον David Jenkins, καθηγητή Διατροφικών Επιστημών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορόντο στον Καναδά.
Η έρευνα περιελάμβανε μια μετα-ανάλυση συνολικά 48 προηγούμενων μελετών που αξιολογούσαν τις συσχετίσεις μεταξύ του ΓΔ (γλυκαιμικού δείκτη), του ΓΛ (γλυκαιμικού φορτίου), του διαβήτη τύπου 2, των καρδιαγγειακών παθήσεων, των καρκίνων που σχετίζονται με τον διαβήτη και της συνολικής θνησιμότητας.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι δίαιτες με υψηλό ΓΔ συνδέονται με διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνους που σχετίζονται με τον διαβήτη και συνολική θνησιμότητα. Επιπλέον, η κατανάλωση δημητριακών ολικής αλέσεως και φυτικών ινών παρουσιάζει παρόμοια μείωση για τους κινδύνους ασθενειών που διερευνήθηκαν με αυτούς που παρατηρούνται με δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη.
Τι είναι ο γλυκαιμικός δείκτης και το γλυκαιμικό φορτίο
Ο «γλυκαιμικός δείκτης» μετρά τον ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται η συγκέντρωση του σακχάρου στο αίμα (που ονομάζεται γλυκαιμία, σ.σ.) μετά την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τροφίμου που περιέχει υδατάνθρακες, σε σύγκριση με την αύξηση που προκαλείται από την κατανάλωση ενός τροφίμου αναφοράς (συνήθως λευκό ψωμί ή γλυκόζη).
Το "γλυκαιμικό φορτίο" λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τον γλυκαιμικό δείκτη, αλλά και την ποσότητα των υδατανθράκων που περιέχονται στο τρόφιμο που καταναλώνεται.
Αυτοί οι δείκτες είναι σημαντικοί, διότι υποδεικνύουν ποια επίδραση έχει ένα συγκεκριμένο τρόφιμο στη γλυκόζη του αίματος.
Τα τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη προκαλούν αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα που ονομάζεται «γλυκαιμική αιχμή». Οι απότομες αυξομειώσεις του σακχάρου στο αίμα είναι κακές για όλους, ιδίως για όσους πάσχουν από διαβήτη ή προβλήματα βάρους.
«Η μελέτη αυτή διεξήχθη ως απάντηση στη μετα-ανάλυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) που δημοσιεύθηκε στο The Lancet το 2019, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΓΔ και η ΓΚ έχουν χαμηλή σημασία στην επίπτωση χρόνιων ασθενειών ή στη θνησιμότητα», εξηγεί ο πρώτος συγγραφέας της έρευνας, David Jenkins.
Η σημασία της μελέτης για τα καθημερινά διατροφικά πρότυπα είναι να δίνεται προσοχή στην ποιότητα των υδατανθράκων, να προτιμάται το δημητριακό ολικής αλέσεως και να εμπλουτίζεται με την πρόσληψη φυτικών ινών. Η γενική συμβουλή είναι, αντί να μετράμε τον γλυκαιμικό δείκτη των τροφίμων στο σπίτι, να μην τρώμε μόνο τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Ο κανόνας είναι η εισαγωγή φυτικών ινών και άλλων μακροθρεπτικών συστατικών παράλληλα με τους υδατάνθρακες, ιδίως των καλών λιπαρών: ελαιόλαδο, αβοκάντο, ελαιούχοι σπόροι και ξηροί καρποί. Είναι καλύτερο να επιλέγετε δημητριακά ολικής αλέσεως, να τα τρώτε κρύα και να αποφεύγετε τα τρόφιμα που περιέχουν πρόσθετη ζάχαρη.
Ο γλυκαιμικός δείκτης επηρεάζεται επίσης από τη μέθοδο μαγειρέματος: τα μαγειρεμένα ζυμαρικά έχουν υψηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από τα ζυμαρικά al dente- αν στη συνέχεια σκευαστούν με λαχανικά και ψάρι αντί για λάδι και παρμεζάνα, το γλυκαιμικό φορτίο αυτού του γεύματος μειώνεται περαιτέρω.